Η Αργοναυτική Εκστρατεία (Full)
|
|
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:40 PM | Message # 1 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| O Πελίας, σφετεριστής του θρόνου της Ιωλκού, έθεσε ως όρο για την παράδοση της βασιλείας του στον Ιάσονα την αρπαγή του Χρυσόμαλλου Δέρατος, το οποίο είχε γίνει σύμβολο της εξουσίας του Αιήτη στην Κολχίδα. Ο Ιάσονας, όπως ήταν φυσικό, αποδέχθηκε αμέσως την πρόκληση, και άρχισε να προετοιμάζεται για το ταξίδι-εκστρατεία εντατικά. Μετά από προτροπή του διδασκάλου του, Κένταυρου Χείρωνα, ο Ιάσονας έστειλε μαντατοφόρους σε όλη την Ελλάδα, για να διαλαλήσουν τον επικείμενο άθλο και να προ(σ)καλέσουν τους ήρωες που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στο δύσκολο επίτευγμα στη μακρινή και βάρβαρη Κολχίδα, για να τιμήσουν την Ελλάδα.
Στην κλήση αυτή απάντησαν 50 στο σύνολο ήρωες, ημίθεοι και θνητοί, Ναύαρχος των οποίων ήταν, μετά από εισήγηση του Ηρακλή, ο Ιάσονας. Το καράβι με το οποίο ταξίδεψαν ονομάστηκε Αργώ, εξ ου και η ονομασία τους, Αργοναύτες· στα αρχαία Ελληνικά «αργώ» σήμαινε «γρήγορη», όπως «αργός» σήμαινε «ταχύς». Υπήρχε, όμως, άλλος ένας λόγος για τον οποίο ονομάστηκε το πλοίο Αργώ: ο Άργος, ονομαστός τεχνίτης στην κατασκευή καραβιών και γιος του Φρίξου, ήταν ο ναυπηγός του πλοίου της εκστρατείας. Είχε έρθει πριν χρόνια από την Κολχίδα στο θείο του, Πελία, και, παρά του ότι ο Πελίας του είχε δώσει ρητές διαταγές το πλοίο που θα κατασκεύαζε να ήταν από σαθρά και σάπια ξύλα, τα οποία θα συνενώνονταν όχι με μέταλλο, αλλά με κερί - ούτως ώστε με την πρώτη δυσκολία να διαλυθεί το καράβι και να πνιγούν οι Αργοναύτες, ο Άργος έβαλε όλη του την τέχνη στη ναυπήγηση του καραβιού του.
Με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, έκτισε το καλύτερο καράβι που θα μπορούσε να κτίσει, στην αμμουδιά του όρμου των Παγασών· λέγεται, μάλιστα, πως η ίδια θεά Αθηνά κάρφωσε στην πλώρη του καραβιού ένα κομμάτι ξύλο από την ιερή βαλανιδιά του Μαντείου της Δωδώνης, που είχε το χάρισμα της ομιλίας και της μαντείας των μελλούμενων. Οι ήρωες, για να τιμήσουν τον Άργο, τον πήραν μαζί τους στην εκστρατεία και ονόμασαν προς τιμήν του το καράβι τους Αργώ, που είχε θέσεις για 50 κωπηλάτες. Σύμφωνα με μελετητές της ελληνικής αρχαιότητας και μυθολογίας, το ταξίδι θα πρέπει να έγινε γύρω στα 1.400 π.Χ, αν λάβουμε υπόψη τον Τρωικό Πόλεμο, που μάλλον θα έγινε λίγο αργότερα. Πρόσφατα, έχουν έρθει στην επιφάνεια στοιχεία που μας οδηγούν να τοποθετήσουμε την Εκστρατεία γύρω στα 2000 π.Χ, αν και αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα γνωστά σε μας γεγονότα.
Πιο κάτω δίνονται τα επικρατέστερα ονόματα των Αργοναυτών. Ο συμβολικός αριθμός που αναφέρουμε, 50, δεν σημαίνει ότι είναι ακριβής, καθώς έχουν σωθεί πολλά άλλα νούμερα: ο Ορφέας αναφέρει 49, ο Απολλόδωρος 45, ο Απολλώνιος 64, και ο Διόδωρος 54:
Οι περίφημοι ήρωες Ηρακλής, Θησέας, Ίδας, Αλκαίος, Λαέρτης, Αυγέας, Ορφέας, Αυτόλυκος, Μελέαγρος, Ύλας, Πολύφημος, Ναύπλιος, Εργίνος, οι γιοι του Δία, Κάστορας και Πολυδεύκης, τα παιδιά του Ποσειδώνα, Εύφημος, Εύμαινος και Περικλυμένης, ο Εχίονας και ο Εύρυτος, γιοι του φτερωτού Ερμή, ο Λυκέας με τα αετίσια μάτια του που στεκόταν στην πρώρα, οι γιοι του Άρη, Ασκάλεφος και Ιάλμενος, ο γιατροί Εριβότης και Ασκληπιός, παιδιά του Απόλλωνα, ο αοιδός Φιλάμμονας, επίσης γιος του Απόλλωνα, ο βασιλιάς της Κεφαλονιάς και αστρονόμος, Αγκαίος, ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερών, ο τιμονιέρης Τίφης, ο γιος του Πελία, Άκαστος (παρά τη θέληση του πατέρα του), οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, Ζήτης και Κάλαης, ο Τελαμώνας και ο Πηλέας, γιοι του Αιακού, οι μάντεις Αμφιάραος, Ίδμονας και Μόψος, ο Άργος, γενάρχης των Αργείων, ο κήρυκας των Αργοναυτών Αιθαλίδης και η Αταλάντη, η περίφημη αυτή γυναίκα-ηρωίδα, προστατευόμενη της θεάς Αρτέμιδας, κάτι σαν τη γνωστή σε μας από το ομώνυμο σήριαλ, Ζήνα.
Όλοι αυτοί οι ήρωες, ημίθεοι και θεοί, μαζί με το ναυπηγό του πλοίου, Άργο, και το Ναύαρχό τους, Ιάσονα, συνέπλευσαν για να τιμήσουν την Ελλάδα και τον Ιάσονα, με απώτερο σκοπό την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος· όλοι τους ήταν ανδρείοι, δυστυχώς, όμως, δεν επέστρεψαν όλοι πίσω στην πατρίδα. Η Εκστρατεία όμως, που έγινε γνωστή στην ιστορία ως Αργοναυτική, ήταν μια από τις πιο επιφανείς Εκστρατείες που γνώρισε ο Ελληνισμός, ερχόμενη δεύτερη μόνο σε σχέση με την Τρωική Εκστρατεία, που έγινε λίγα χρόνια μετά. Πιο κάτω δίνεται χάρτης με τη διαδρομή της Αργοναυτικής Εκστρατείας, σύμφωνα με τον Απολλώνιο της Ρόδου.
Έτσι, μετά από τη συγκέντρωση όλων των ηρώων, έπρεπε να αποφασίσουν ποιος θα ήταν ο Πλοίαρχος, ο αρχηγός της Εκστρατείας· όλοι, τότε, υπέδειξαν τον Ηρακλή, ο δυναμικός, όμως, ήρωας πρότεινε τον Ιάσονα, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα γινόταν δυνατή η Εκστρατεία. Έτσι, με Πλοίαρχο τον Ιάσονα, διαμοίρασαν τις θέσεις τους στο μακρόστενο πλοίο με τα 50 κουπιά. Στο τιμόνι έκατσε ο Τίφης, στην πρώρα ο Λυκέας, οι μεσαίες θέσεις δόθηκαν στον Ηρακλή και τον Αγκαίο, ενώ στην πλώρη κάθισε ο Ορφέας με τη μαγική του λύρα, της οποίας άγγιζε τις απαλές χορδές, παίζοντας ουράνιες μελωδίες και κάνοντας ευχάριστο το ταξίδι για τους Αργοναύτες. Οι Αργοναύτες, αφού ετοιμάστηκαν πλήρως, προσέφεραν θυσία στον Απόλλωνα και, με ούριο άνεμο, έλυσαν τα πανιά και άρχισαν να κωπηλατούν ρυθμικά.
Η Αργώ γλιστρούσε πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας, ανάμεσα σ’ ένα σμήνος από γλάρους, με χίλιους σχηματισμούς στο πέταγμά τους και τις τσιριχτές τους φωνές που δημιουργούσαν σωστό πανδαιμόνιο. Τα δελφίνια προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το υπέροχο καράβι, αλλά, μαγεμένα από τη θεσπέσια μουσική του Ορφέα, του Θρακιώτη ποιητή και αξεπέραστου τεχνίτη της λύρας, έμειναν ξοπίσω ξεχασμένα. Το δροσερό αγεράκι της θάλασσας φούσκωνε γλυκά τα πανιά και χάιδευε απαλά τα μαλλιά και τα πρόσωπα των παλικαριών, γεμίζοντας τις καρδιές τους μ' ελπίδες και όνειρα πολλά. Οι πανέμορφες κόρες του γερο Νηρέα, οι γλυκόθωρες Νηρηίδες, έφυγαν απ' τα παλάτια του πατέρα τους, που βρίσκονταν στο βυθό της θάλασσας, και βγήκαν στην επιφάνεια, για ν' απλώσουν πάνω τους τη γλυκάδα της ηρεμίας και την ομορφιά του ξέγνοιαστου ταξιδιού.
Και ο άλλος θαλασσινός θεός, ο γερο-Πρωτέας, πιστός όπως πάντα στο έργο του, σαλαγούσε τα κοπάδια των κυμάτων του Ποσειδώνα μέσα στις σκοτεινές κοιλάδες και χαράδρες της θάλασσας, για να μην ενοχλούν το θεϊκό καράβι. Πότε πότε τα έβγαζε στις ακρογιαλιές για να ξαποστάσουν κι εκεί ήξερε πολύ καλά τον τρόπο να τ’ αποκοιμίζει. Ο καιρός ήταν αίθριος, αλλά το μεγάλο αφεντικό της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, ξαμόλησε τα κοπάδια των κυμάτων στο πέλαγος. Οι άνεμοι όρμησαν σαν θεριά έτοιμα να κατασπαράξουν τ' ανύποπτα θύματά τους και η Αργώ πήγαινε πάνω κάτω· οι ναύτες έκαναν υπεράνθρωπο αγώνα για τη σωτηρία του καραβιού, που ίσως να μην μπορούσε να πραγματοποιήσει την αποστολή του, εάν δεν επενέβαιναν η Αθηνά και η Ήρα, για να καταλαγιάσουν λίγο τους ορμητικούς ανέμους και να οδηγήσουν το μαγικό σκαρί με όλο του το πλήρωμα στο νησί του Ήφαιστου, στη Λήμνο. Εκεί ο τεχνίτης θεός είχε το περίφημο εργαστήρι του.
Το νησί έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Αργοναύτες, καθώς η πρώτη εικόνα σ’ αυτό ήταν ένα τσούρμο γυναίκες, οι οποίες ήταν πάνοπλες και έτοιμες να τους κατατροπώσουν. Όμως, η βασίλισσά τους, Υψιπύλη, τους δέχθηκε με χαρά και φρόντισε να τους φιλοξενήσει. Λίγο αργότερα, ο Ιάσονας και οι συντρόφοι του πληροφορήθηκαν ότι τον πληθυσμό της Λήμνου αποτελούσαν μόνο γυναίκες. Ο λόγος; Οι πανέμορφες κάτοικοι του νησιού, δεν τιμούσαν δεόντως τη θεά του έρωτα, Αφροδίτη, έτσι η θεά τις τιμώρησε με το να κάνει το σώμα τους να μυρίζει άσχημα· οι σύζυγοί τους, μη μπορώντας να αντέξουν την άσχημη μυρωδιά τους, άρχισαν να τις αποφεύγουν και συνουσιάζονταν με παλλακίδες από τη Θράκη. Μια νύχτα, οι γυναίκες της Λήμνου κάλεσαν τις παλλακίδες να έρθουν στο νησί και, σε ανύποπτο χρόνο, σκότωσαν τόσο τους άνδρες του νησιού, όσο και τις παλλακίδες.
Μόνο ένας αρσενικός σώθηκε, ο Θόας, πατέρας της Υψιπύλης, τον οποίο έβαλε σε ένα κιβώτιο και τον έριξε στη θάλασσα, μαζί με τους τοπικούς αρσενικούς θεούς, τους Κάβειρους· από τότε, κυριάρχησαν οι γυναίκες και άντρας δεν πάτησε το πόδι του ποτέ εκεί. Οι γυναίκες, στερημένες για πολλά χρόνια από ανδρική συντροφιά, μόλις είδαν τα παλικάρια δράχθηκαν της ευκαιρίας της ζωής τους να σβήσουν το πάθος του κορμιού τους. Μάλωναν, μάλιστα, μεταξύ τους για το ποια ποιον θα πάρει. Ο Ιάσονας έπεσε θύμα της όμορφης Υψιπύλης και έγινε σκλάβος της. Στην ερωτική αγκαλιά της ξέχασε το Χρυσόμαλλο Δέρας, το θρόνο, τη δόξα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Δυο ολόκληρα χρόνια οι Αργοναύτες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να τρώνε, να πίνουν και να ερωτοτροπούν κάτω από τη σκιά των πεύκων με τις αχόρταγες Λημνιάδες, από τις οποίες απόκτησαν δεκάδες βλαστάρια, ανάμεσά τους ο Εύνεος και ο Νεβρόφονος, παιδιά της Υψιπύλης και του Ιάσονα.
Όσον αφορά την Αταλάντη, πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι πώς περνούσε, αν και - δεδομένου του ότι είχε στενές φιλίες με τη Λεσβία θεά Άρτεμη - δεν αποκλείεται και εκείνη να συνουσιαζόταν, σε λεσβιακά και αμφισεξουαλικά όργια. Εκείνος, όμως, που σίγουρα δεν ήταν και τόσο βολεμένος ήταν ο Ηρακλής, που από την αρχή διαφωνούσε με τα πανηγύρια και παρέμενε στο καράβι. Στο τέλος, οι Αργοναύτες, μετά από φώτιση της θεάς Αθηνάς, αποφάσισαν να συνεχίσουν την πορεία τους.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:41 PM | Message # 2 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Έτσι, οι Αργοναύτες έφυγαν από τα δίχτυα του έρωτα, στων οποίων τον ιστό παρέμεναν αιχμάλωτοι για δύο, σχεδόν, χρόνια. Επόμενός τους σταθμός, η γειτονική Σαμοθράκη. Το νησί αυτό, που φημιζόταν για τις μυστηριακές τελετές του, είχε τη φήμη ότι όποιος ταξιδιώτης κατάφερνε να μυηθεί τις θρησκευτικές μυσταγωγίες των Καβείρων θα είχε καλή τύχη στη θάλασσα και στον πόλεμο. Ήθελαν, λοιπόν, ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι (Κάστορας και Πολυδεύκης) και ο Ορφέας να μυηθούν από τους ιερείς στα μυστήρια και να πάρουν μέρος στην αποκάλυψη των μεγάλων θεών. Ήταν, άλλωστε, αυτό και συμβουλή της Ήρας και Αθηνάς. Κατά τη λιγόχρονη παραμονή της Αργώς στο νησί, έγινε η επιθυμητή μύηση και τα παλικάρια, για να ευχαριστήσουν τους ιερείς για το ανεκτίμητο έργο τους, τους χάρισαν πιθάρια γεμάτα τρόφιμα.
Κατά το πέρασμα τους από τον Ελλήσποντο, έκαναν στάση για να τιμήσουν την Έλλη, στα γαλάζια νερά που την περιέλαβαν στο βυθό της θάλασσας και, λίγα μέτρα μετά, άραξαν για λίγο στη χώρα των Δολιόνων, την Κύζικο της Προποντίδας, των οποίων ο βασιλιάς, Κύζικος, συνομήλικος του τους φιλοξένησε πρόθυμα, αφού είχε πάρει σχετικό οιωνό από τους θεούς. Την εποχή εκείνη, ο Κύζικος γιόρταζε το μήνα του μέλιτος με τη γυναίκα του. Στην πόλη επικρατούσε παντού χαρά και κέφι, γλέντι ξέφρενο. Τα παλικάρια ένιωσαν τόσο άνετα, σαν να ήταν στην πατρίδα τους και να γνωρίζονταν με τους κατοίκους της πόλης χρόνια πολλά. Αφού, όμως έφαγαν, ήπιαν και ξαπόστασαν λίγο, σκέφτηκαν ν’ ανεβούν σ’ ένα βουνό της περιοχής εκείνης, το Δίνδυμο, που ήταν αφιερωμένο στη μητέρα των θέων, για να προσφέρουν θυσίες.
Έτσι, αποφάσισαν οι περισσότεροι ν’ ανεβούν στο βουνό και μερικοί να μείνουν στο καράβι, να το φυλάγουν. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Ηρακλής. Δεν πέρασε κάμποση ώρα που τα παλικάρια ξεκίνησαν για το βουνό, και αυτοί που έμειναν κοντά στο καράβι ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι τερατόμορφα όντα με έξι χέρια, με τα οποία ξεκολλούσαν από τα βουνά τεράστιους βράχους και τους πετούσαν στον όρμο όπου ήταν αγκυροβολημένη η Αργώ, με στόχο να γεμίσουν μ’ αυτούς την απόσταση της θάλασσας που χώριζε τη στεριά από το καράβι και στη συνέχεια να μπουν στο καράβι και ν’ αρπάξουν ό,τι θα έβρισκαν μέσα σ' αυτό. Αλλά ο Ηρακλής πετάχτηκε αμέσως πάνω κι αδράχνοντας μερικά βέλη από τη φαρέτρα του, τα έριξε σημαδεύοντας καταπάνω τους, με αποτέλεσμα να σκοτώσει μερικά απ' αυτά τα φοβερά τέρατα. Βλέποντας, τότε, τα υπόλοιπα τον κίνδυνο, γύρισαν πίσω και το έβαλαν στα πόδια.
Λίγο μετά, τα τέρατα ήρθαν αντιμέτωπα με τους Αργοναύτες που επέστρεφαν από το βουνό. Στη συμπλοκή που έγινε ανάμεσά τους, η κτηνώδης δύναμη των τεράτων υποτάχτηκε στη δύναμη της φρόνησης των παλικαριών: σε λίγο τα ανθρωπόμορφα τέρατα κείτονταν όλα σκοτωμένα, γεγονός που πανηγύρισαν έξαλλα οι Δολίονες, γιατί θα απαλλάσσονταν οριστικά από τους κακούς τους γείτονες, που πολλές φορές τους ενοχλούσαν. Αφού έφτασαν τα παλικάρια στο καράβι, αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους Δολίονες και άνοιξαν πανιά. Μα, σαν νύχτωσε, οι άνεμοι τους ξανάφεραν πίσω, χωρίς να το καταλάβουν και ξαναβρέθηκαν στη χώρα των Δολιόνων, οι οποίοι δεν τους αναγνώρισαν, γιατί δεν μπορούσαν να βάλουν με το μυαλό τους ότι θα ήταν δυνατό να γυρίσουν πίσω τα παλικάρια, αφού πριν από λίγο είχαν αποχαιρετιστεί· αλλά, ούτε εκείνοι κατάλαβαν ότι βρίσκονταν στην ίδια περιοχή όπου οι Δολίονες τους φιλοξένησαν και έτσι επιτέθηκαν ο ένας στον άλλο, με αποτέλεσμα στην μεταξύ τους σύγκρουση να σκοτωθεί ο Κύζικος.
Μόλις ξημέρωσε, πρώτοι οι Αργοναύτες κατάλαβαν το τραγικό τους σφάλμα και άρχισαν να μοιρολογούν το εξαίσιο παλικάρι που, άθελά τους, σκότωσαν. Στο μοιρολόι εκείνο, που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες, συμμετείχε και όλος ο λαός των Δολιόνων, ενώ το κακό δεν σταμάτησε εκεί: η βασίλισσα Κλείτη, μη μπορώντας ν’ αντέξει την απώλεια του αγαπημένου της, κρεμάστηκε. Ακόμα κι οι Νύμφες θρήνησαν τη νεαρή γυναίκα και από τα πολλά τους δάκρυα ξεπήδησε η πηγή Κλείτη. Οι Αργοναύτες αναγκάστηκαν να μείνουν καθηλωμένοι στη χώρα των Δολιόνων δώδεκα μέρες, γιατί φυσούσαν αντίθετοι άνεμοι, που τους εμπόδιζαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Τη δωδέκατη μέρα ο μάντης Μόψος, ακούγοντας τη φωνή της Αλκυόνας, του θρηνητικού πουλιού, συμβούλεψε τον Ιάσονα να εξιλεωθούν στη Ρέα, τη μητέρα των θεών. Γι’ αυτό τα παλικάρια αναγκάστηκαν να ξανανεβούν στο βουνό Δίνδυμο, για να προσφέρουν θυσίες. Αμέσως μετά οι άνεμοι άρχισαν να φυσούν ευνοϊκοί και η Αργώ συνέχισε το ταξίδι της.
Μετά τη μηνιαία, σχεδόν, τραγική παρουσία τους στη Σαμοθράκη, οι Αργοναύτες, εξιλεωμένοι πλέον στη Ρέα, συνέχισαν το ταξίδι τους. Αναγκαστικά, έπρεπε να κάνουν σταθμό κοντά στις ακτές της Μυσίας, γιατί είχε σπάσει το κουπί του Ηρακλή. Μαζί με τον Ύλα και τον Πολύφημο, κατέβηκαν στη στεριά και πήγαν σε ένα πυκνό δάσος, για να κόψουν ξύλα και να κατασκευάσουν ένα καινούργιο κουπί. Την ώρα, όμως, που ο Ύλας, σκύβοντας σε μια πηγή, έσβηνε τη δίψα του, μια νεράιδα άρπαξε το όμορφο παλικάρι και το πήρε στο παλάτι της· ο Ηρακλής και ο Πολύφημος, πιστοί σύντροφοι του Ύλα, τον αναζήτησαν σε όλη την περιοχή, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Παρέμειναν στο νησί τόσες πολλές ημέρες, που ο Ζήτης και ο Κάλαης συμβούλεψαν τον Ιάσονα, και το πέτυχαν, να αναχωρήσουν χωρίς αυτούς.
Επόμενος σταθμός για τους Αργοναύτες η χώρα των Βεβρύκων, μεταγενέστερα γνωστή ως Βιθυνία, στην ακτή του Μαρμαρά. Εκεί, ο Πολυδεύκης νίκησε με τις γροθιές του τον Άμυκο, κυρίαρχο της περιοχή και κάτοχο μιας πηγής, από την οποία οι ήρωες ήθελαν να πιουν νερό. Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Πολυδεύκης ανάγκασε τον Άμυκο να ορκιστεί στον Ποσειδώνα ότι στο εξής δεν θα ενοχλούσε κανένα ξένο που θα ήθελε να πιει νερό από την πηγή του. Παρά το κατόρθωμα που είχαν επιτύχει, οι Αργοναύτες δεν φιλοξενήθηκαν από κανένα κάτοικο της περιοχής, μιας και ήταν γενικά αφιλόξενος λαός, έτσι το μόνο που αποκόμισαν από τη χώρα ήταν μερικά τρόφιμα και αποθέματα νερού, αναγκασμένοι ν’ ανοίξουν πανιά για άλλη χώρα.
Κωπηλατώντας έφθασαν στις ακτές του Βοσπόρου, κοντά στη Σαλμυδησσό της Θράκης, που τη βασίλευε ο τυφλός και σοφός μάντης Φινέας, γιος του Αγήνορα. Το Φινέα τον είχε τυφλώσει ο Δίας για να τον τιμωρήσει για την ασέβειά του να φανερώνει τις θεϊκές βουλές στους θνητούς· δεν έφτανε, όμως, η τύφλωσή του, ο πατέρας των Θεών του είχε στείλει άλλο ένα κακό: κάθε φορά που κάποιος πλησίαζε το Φινέα για να του προσφέρει φαγητό, εμφανίζονταν οι τρεις Άρπυιες που, φτεροκοπώντας, άρπαζαν το φαΐ και το καταβρόχθιζαν. Ο Φινέας καλοδέχτηκε τους Αργοναύτες, αλλά μόλις αυτοί πήγαν να τον φιλέψουν με λίγη τροφή, έκαναν την εμφάνισή τους οι Άρπυιες. Τότε, χωρίς να χάνουν λεπτό, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, Ζήτης και Κάλαης, πέταξαν στον αέρα, κρατώντας στο χέρι τα σπαθιά τους και άρχισαν να κυνηγούν τις τρεις αρπαχτικές αδελφές.
Οι Άρπυιες κυνηγήθηκαν σε στεριά και θάλασσα από το Ζήτη και τον Κάλαη, με αποτέλεσμα η μια απ’ αυτές να πέσει κάπου στην Πελοπόννησο, ενώ οι άλλες δύο κυνηγήθηκαν μέχρι τα νησιά που από τότε ονομάστηκαν «Στροφάδες», δηλαδή νησιά της στροφής. Πραγματικά, τ’ αρπαχτικά πουλιά και οι διώκτες τους εκεί έστρεψαν προς τα πίσω. Γιατί κατέφτασε αμέσως η Ίριδα, η φτερωτή αγγελιοφόρος του Δία, και συγκράτησε τους δυο αδερφούς, δίνοντάς τους όρκο ότι δε θα ενοχλούσαν πια τον Φινέα, οι Άρπυιες. Έτσι, μια που δεν μπορούσαν αυτές να θανατωθούν, διάλεξαν για διαμονή τους τα κατάβαθα της γης, κάτω από τη μινωική Κρήτη. Μετά από τη σωτηρία του, ο Φινέας και η γυναίκα του, Εριχθώ (θεότητα του Άδη) φανερά ευγνώμονες και υπόχρεοι, αποκάλυψαν στους Αργοναύτες το επόμενο και, συνάμα, δύσκολο εμπόδιο που θα τους περίμενε, τις Συμπληγάδες Πέτρες.
Ο Βόσπορος ήταν σκεπασμένος με πυκνή ομίχλη, ενώ στο στόμιο του πορθμού βρίσκονταν οι Συμπληγάδες Πέτρες (στα αρχαία ελληνικά «συμπληγάς» σημαίνει «αυτός που συγκρούει»), δυο τεράστιοι βράχοι που ανοιγόκλειναν με μεγάλη ταχύτητα, ενώ παράλληλα ο μανιασμένος άνεμος και τα τεράστια σαν βράχοι κύματα έκαναν τη σύγκρουση των Πετρών ακόμη πιο θορυβώδη και επιβλητική, με αποτέλεσμα ούτε πουλί ταχυφτέρουγο να μπορεί να πετάξει διαμέσου των Συμπληγάδων. Σύμφωνα με τη συμβουλή του Φινέα, φτάνοντας εκεί θα έπρεπε να αφήσουν ένα περιστέρι να πετάξει ανάμεσα στους βράχους: αν τα κατάφερνε να περάσει, σημαίνει ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι· αν όχι, τότε ήταν αδύνατο το πέρασμα από τις πέτρες και θα έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:42 PM | Message # 3 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Οι Αργοναύτες έφυγαν από τη χώρα του Φινέα, ευχαριστώντας τον για τις συμβουλές που τους είχε δώσει. Δεν ους τρόμαζε πλέον το άγνωστο και το αβέβαιο, γιατί ήξεραν τι θέλουν και, προπάντων, κάτεχαν τον τρόπο για να το πετύχουν. Η Αθηνά, σ’ αυτή την κρίσιμη φάση του ταξιδιού τους, έκανε την εμφάνισή της και με λόγια ενθαρρυντικά προσπάθησε να τους εγκαρδιώσει. Αλλά και η Ήρα, που απεχθανόταν τον Πελία και συμπαθούσε τον Ιάσονα, τους έστειλε με τη γαλανομάτα θεά το μαντάτο ότι θα έχουν τη συμπαράστασή της. Η Αργώ άρχισε πάλι να γλιστρά στα γαλανά νερά της Προποντίδας, καθώς ούριος άνεμος την έσπρωχνε, φουσκώνοντας τα πανιά, που ύφανε τ’ αλάνθαστο χέρι της σοφής θεάς Αθηνάς.
Οι Αργοναύτες, φτάνοντας στο λεγόμενο Ground Zero και ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Φινέα, άφησαν ένα λευκό περιστέρι να πετάξει ανάμεσα στο στενό· το πουλί κατάφερε να περάσει το Βόσπορο, αν και την ώρα που έκλειναν οι πέτρες άγγιξαν ελαφρά την ουρά του και μάδησαν μερικά από τα φτερά του που οι ήρωες, όπως τους συμβούλεψε ο μάντης, κράτησαν και πήραν μαζί τους. Βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, όταν οι βράχοι άρχισαν να ξαναπομακρύνονται, ο τιμονιέρης Τίφης κράτησε ολόισια το τιμόνι και οι κωπηλάτες έπεσαν μ’ όλη τους τη δύναμη στα κουπιά, για να προλάβουν να περάσουν, προτού αυτοί αρχίσουν να ξανασμίγουν. Η Αργώ πέταξε σαν ορμητικό δελφίνι και κατάφερε να περάσει σχεδόν σώα και αβλαβής, με τη βοήθεια της Ήρας. Όπως είχανε μαδήσει λίγα φτερά της ουράς του περιστεριού, έτσι και από το θρυλικό καράβι είχε αποκοπεί μονάχα η τελευταία άκρη από το ξύλο του καταστρώματος της πρύμνης.
Η χαρά των ατρόμητων παλικαριών ήταν απερίγραπτη: πέτυχαν το ακατόρθωτο. Με το θάρρος και την αυτοπεποίθησή τους νίκησαν την ανίκητη φύση. Οι κινητοί βράχοι - τα σύνορα, τότε, ανάμεσα στο δυνατό και αδύνατο, στην πραγματικότητα και το όνειρο - αποτελούσαν συνάμα και το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στον επάνω κόσμο των ζωντανών και τον Κάτω Κόσμο των νεκρών. Περνώντας λοιπόν οι ήρωες τις Συμπληγάδες Πέτρες, ήταν σαν να περνούσαν από το χώρο της πραγματικότητας στο χώρο του υπερπέραν. Κάτι πρωτοφανές και πρωτάκουστο! Άνοιγαν μια καινούρια σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία. Έδιναν ένα καινούριο νόημα στα πράγματα του κόσμου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι Πέτρες, σαν από θαύμα, σταμάτησαν ν’ ανοιγοκλείνουν και έμειναν ασάλευτες, επιτρέποντας την πρόσβαση και σε μελλοντικούς ταξιδιώτες.
Τα είχαν καταφέρει να μπουν στον Εύξεινο Πόντο. Μα ο Φινέας τους είπε ότι μετά από τους γαλάζιους βράχους έπρεπε να περάσουν μια μαύρη πέτρα κι έπειτα να φτάσουν στα βουνά του Αχέροντα (Αχερόντια όρη). Ένα ανώμαλο μονοπάτι οδηγούσε, από τα βουνά αυτά, στον Άδη. Όπως είναι γνωστό, ο Αχέροντας ποταμός είχε τις εκβολές του στον Άδη. Συνεχίζοντας το ταξίδι βγήκαν από το στενό και ένα απέραντο πέλαγος ξανοιγόταν μπροστά τους, μια θάλασσα βαθιά, που η επιφάνειά της έφτανε ως τον απόμακρο ορίζοντα. Ωστόσο αρμένιζαν σ’ αυτήν ακίνδυνα τα καράβια. Δεν έμοιαζε καθόλου με το τρομερό στενό. Γι’ αυτό οι άνθρωποι την ονόμαζαν «Εύξεινο Πόντο», δηλαδή «φιλόξενη θάλασσα».
Παραπλέοντας στις ακτές αυτής της θάλασσας, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, έφτασαν στη χώρα των Μαριανδυνών, όπου βασίλευε ο Λύκος, που τους υποδέχτηκε φιλόξενα. Δυστυχώς όμως εκεί το πλήρωμα λιγόστεψε κατά δυο άνδρες· έχασαν το μάντη Ίδμονα, που τον τραυμάτισε θανάσιμα ένα αγριογούρουνο, και τον κυβερνήτη του πλοίου Τίφη, που πέθανε από μια αρρώστια που ούτε ο Ασκληπιός δεν μπορούσε να θεραπεύσει. Τη θέση του Τίφη πήρε ο Αγκαίος, που πρωτύτερα ήταν ο πρώτος κωπηλάτης. Ύστερα ήρθαν κατά τα ξημερώματα στο εγκαταλειμμένο νησί Θηνιάς, που βρίσκεται εκεί όπου συνορεύει η Βιθυνία με τη χώρα των Μαριανδυνών. Στο νησί αυτό συνάντησαν τον Απόλλωνα, που στο αριστερό του χέρι κρατούσε το ασημένιο του τόξο και στην πλάτη του κρεμόταν από το δεξή του ώμο η φαρέτρα.
Τα ξανθά του μαλλιά ανέμιζαν στον αέρα καθώς έτρεχε, κάνοντας ολόκληρο το νησί να σειέται συθέμελα. Όλοι τους δοκίμασαν μια αμήχανη έκπληξη και κανένας δεν τολμούσε να κοιτάξει το θεό στα μάτια. Έσκυψαν κοιτάζοντας το έδαφος και δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Και μόνο όταν ο θεός πέρασε, πάνω από τη θάλασσα, ψηλά στον αέρα, ο Ορφέας ξαναβρήκε τη μιλιά του και είπε στους συντρόφους του: «Ας αφιερώσουμε τούτο το νησί, σαν ιερό, στον Ηώο Απόλλωνα, αφού φανερώθηκε σ' όλους μας την αυγή. Ας θυσιάσουμε σ’ αυτόν ό,τι υπάρχει εδώ και ας χτίσουμε ένα βωμό σε κάποια προέκταση της ακτής. Κι αν μας χαρίσει ευτυχισμένη επιστροφή, θα του προσφέρουμε πλούσιες θυσίες με κατσίκια. Τώρα ας του προσφέρουμε λίπος και ποτά. Κι ας είσαι ευσπλαχνικός, θεέ, ας είσαι ευσπλαχνικός σ’ όσους φανερώθηκες!».
Αφού λοιπόν ο Απόλλωνας τους ευνόησε στο κυνήγι, οι Αργοναύτες του πρόσφεραν πλούσιες θυσίες, ψάλλοντας παιάνες, στους οποίους πρωτοστατούσε ο Ορφέας, και χόρευαν κυκλικά, ενώ έκαναν ευχές επικαλούμενοι τον Ηώο Απόλλωνα. Η επιβλητική γιορτή τελείωσε με όρκο που έδωσαν μεταξύ τους ότι θα είναι πάντα μονιασμένοι και αγαπημένοι και, για να επισφραγίσουν αυτόν τον όρκο, αφιέρωσαν ένα ιερό στην Ομόνοια. Την τρίτη μέρα τα παλικάρια εγκατέλειψαν το νησί. Ο Φινέας τους είχε ορμηνέψει ποιες ακτές και ποια έθνη έπρεπε να επισκεφτούν μέχρι να φτάσουν στον ποταμό Φάση, στη χώρα της Κολχίδας, κι από κει στην Αία, όπου κατοικούσε ο βασιλιάς Αιήτης. Κοντά στους ποταμούς Αχέροντα και Καλλίχορο βρισκόταν ο τάφος του Σθένελου, που σκοτώθηκε καθώς πολεμούσε, μαζί με τον Ηρακλή, εναντίον των Αμαζόνων.
Εκεί σταμάτησαν για να προσφέρουν θυσίες και να τιμήσουν τον ήρωα. Έπειτα έφτασαν στη χώρα των Αμαζόνων και ο Ιάσονας έστησε το στρατόπεδό τους στις εκβολές του Θερμόδοντα ποταμού. Εκεί κοντά κατοικούσαν οι Χάλυβες, ένας παράξενος λαός, τυλιγμένος στους καπνούς του σίδερου που επεξεργάζονταν. Ο Δίας, για να εμποδίσει ενδεχόμενη σύγκρουση ανάμεσά τους και στους Αργοναύτες, έστειλε στους τελευταίους άνεμο ευνοϊκό, έτσι, έφυγαν κι από εκεί και παρέπλευσαν τη χώρα των Τιβαρηνών και των Μοσύνων, δυο λαών που ζούσαν παράξενα: οι συνήθειες των Τιβαρηνών επέβαλλαν στους άνδρες να κάθονται στο κρεβάτι, όταν γεννούσαν οι γυναίκες, ενώ στους Μοσύνους όλα γίνονταν φανερά, ακόμα και η ερωτική πράξη. Με άλλα λόγια ό,τι γινόταν στους πρώτους κρυφά, γινόταν στους άλλους φανερά και αντίστροφα.
Σύμφωνα με τη συμβουλή του Φινέα, έπρεπε να πάνε μετά στο νησί του Άρη, όπου όμως είχαν καταφύγει οι Στυμφαλίδες όρνιθες, όταν ο Ηρακλής, εκτελώντας έναν από τους δώδεκα άθλους του τις έδιωξε από την Ελλάδα. Τα τρομερά αυτά πουλιά, με τα κοφτερά φτερά τους, ορμούσαν να ξεσκίσουν τα πρόσωπα των παλικαριών, να βγάλουν τα μάτια τους. Γι’ αυτό χρειάστηκε να εφαρμοστεί ένα έξυπνο σχέδιο: οι ήρωες χωρίστηκαν σε δυο ομάδες· οι μισοί απ’ αυτούς τραβούσαν κουπί και οι άλλοι μισοί σχημάτιζαν με τις ασπίδες τους σκεπή πάνω από το πλοίο. Παράλληλα, με τα όπλα τους δημιουργούσαν τρομερό πάταγο. Έτσι, έδιωξαν τα θανατηφόρα πουλιά. Μετά, κρατημένοι πάνω σε ξύλα, μπόρεσαν ν’ αποβιβαστούν στο νησί του Άρη, όπου ζούσαν οι υπόλοιποι γιοι του Φρίξου: ο Φρόντις, ο Μέλας και ο Κυτίσσωρος, που είχαν σωθεί από ένα ναυάγιο.
Ο νεκρός ήδη πατέρας τους τούς είχε αφήσει μια παραγγελία: Να ταξιδέψουν στον Βοιωτικό Ορχομενό, για να κουβαλήσουν τους θησαυρούς του παππού τους, Αθάμαντα. Επειδή όμως ο Αθάμας και ο παππούς του Ιάσονα, Κρηθέας, ήταν αδέρφια, προσφέρθηκαν τώρα να βοηθήσουν τον ξάδερφό τους, γυρίζοντας με τους Αργοναύτες στην Αία, για να τους οδηγήσουν στο βασιλιά της Αιήτη, που ήταν παππούς τους από μητρική καταγωγή. Η Αργώ, μετά απ’ αυτή την περιπέτεια, έφτασε σ’ ένα άλλο νησί, που λεγόταν το «Νησί της Φιλύρας». Η Φιλύρα ήταν κόρη του Ωκεανού που την ερωτεύτηκε παράφορα ο Κρόνος. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Κένταυρος Χείρωνας, ο πιο ενάρετος και σοφός απ’ όλους τους Κενταύρους, ο διδάσκαλος του Ιάσονα.
Σ’ αυτό το νησί λοιπόν βρέθηκε το παράνομο ερωτικό ζευγάρι, όταν αιφνιδιαστικά παρουσιάστηκε η Ρέα, νόμιμη γυναίκα του θεού, ο οποίος, σαν αλαφιασμένος έτρεξε τότε να εξαφανιστεί, ενώ η Νύμφη, ντροπιασμένη, έφυγε στη Θεσσαλία και κρύφτηκε μέσα στα δάση του Πηλίου με την οργιαστική βλάστηση, όπου αργότερα γέννησε τον Χείρωνα. Οι Αργοναύτες μετά απ’ αυτό το σταθμό, πλησίασαν τόσο πολύ τον Καύκασο, που ήταν δυνατό να βλέπουν και να ακούνε όσα γίνονταν εκεί: έβλεπαν το μεγαλόπρεπο αετό του Δία να κατευθύνεται προς την ψηλότερη κορφή και άκουγαν το θρήνο του δύστυχου Τιτάνα, Προμηθέα. που καθημερινά του έτρωγε το συκώτι ο αετός, για να ικανοποιηθεί η ακόρεστη εκδικητική μανία του πατέρα των θεών για την ευεργεσία του προς τους ανθρώπους, για το ανεκτίμητο δώρο της φωτιάς που τους χάρισε.
Γιατί δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του ο λυτρωτής του Προμηθέα, όταν η Αργώ μπήκε στο ρεύμα του ποταμού Φάση, που κυλούσε τα νερά του στους πρόποδες του Καύκασου. Μετά από λίγο τα παλικάρια διέκριναν μια χώρα δυσπρόσιτη στους ναυτικούς και αφιλόξενη. Ήταν η Κολχίδα, όπου βασίλευε ο Αιήτης, ο γιος του Ήλιου. Το ταξίδι τους είχε, επιτέλους, φτάσει στον προορισμό του.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:43 PM | Message # 4 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Όπως αναφέραμε, μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, οι Αργοναύτες μετά από ένα μεγάλο ταξίδι έφθασαν στον προορισμό τους. Έφτασαν λοιπόν στην πρωτεύουσα, Αία και έκρυψαν την Αργώ ανάμεσα στους πυκνούς καλαμιώνες του ποταμού, μαζί με όλο το πλήρωμά της. Ο Ιάσονας, μονάχα, μαζί με τον Άργο, τον Τελαμώνα και τον Αυγέα έφτασε στο παλάτι του Αιήτη. Η χλιδή και η μεγαλοπρέπειά του εντυπωσίαζαν με την πρώτη ματιά, μιας και το παλάτι το είχε φτιάσει ο Ήφαιστος. Περιστοιχιζόταν από μπρούντζινες κολώνες και τα κιγκλιδώματα των μπαλκονιών του, που τα σκέπαζαν καταπράσινοι κισσοί, ήταν φτιαγμένα από πολύτιμα πετράδια, αλλά υπήρχαν και κληματαριές, που στη σκιά τους δέσποζαν τέσσερις βρύσες. Από την πρώτη έτρεχε ασταμάτητα κρασί, από τη δεύτερη γάλα, από την τρίτη λάδι με ωραία μεθυστική μυρωδιά και από την τελευταία, παγωμένο το καλοκαίρι και ζεστό το χειμώνα, νερό, με μαγικές και ιαματικές ιδιότητες.
Ο Ιάσονας έμεινε κατάπληκτος από τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού. Ντυμένος με ασημένια φορεσιά και χάλκινη περικεφαλαία, ζήτησε να δει το βασιλιά, ο οποίος τον δέχτηκε χωρίς ιδιαίτερη εγκαρδιότητα: το βλέμμα του, γεμάτο πονηριά, μοχθηρία και καχυποψία, έμεινε καρφωμένο πάνω στο παλικάρι μέχρι αυτό ν’ αναγγείλει την αιτία του ερχομού του. Μόλις, όμως, άκουσε για την καταγωγή του και τη διεκδίκησή του, προσπάθησε να τον στείλει πίσω άπρακτο. Ο βασιλιάς δεν ήθελε με κανένα τρόπο ν’ αφήσει να φύγει μακριά αυτή η ανεκτίμητης αξίας παρακαταθήκη με τις μαγικές ιδιότητες, που φύλαγε και προστάτευε τη χώρα του. Βλέποντας, όμως, ότι ο Ιάσονας δεν έλεγε να τα παρατήσει, τότε δέχτηκε να του το παραδώσει, μόνο αν κατάφερνε δυο δύσκολους άθλους.
Είπε στον Ιάσονα ότι στο ιερό άλσος του Άρη είχε δυο χάλκινους ταύρους, δώρο θεϊκό από τον Ήφαιστο, που έβγαζαν πύρινες γλώσσες φωτιάς από το στόμα τους. Ο Αιήτης του ζήτησε να τους ζέξει και να τους ζευγαρίσει, για να καλλιεργήσει ένα χέρσο και άγονο χωράφι, που θα έσπερνε όχι με σιτάρι, αλλά με δόντια δράκοντα, από τα οποία θα φύτρωναν πάνοπλοι γίγαντες, που θα έπρεπε να αφανίσει. Αν κατάφερνε να περάσει αυτή τη δοκιμασία, τότε θα του έδινε αυτό που ζητούσε. Ο Ιάσονας, αν και βαθιά συλλογισμένος, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να δεχτεί την πρόκληση και να αγωνιστεί κερδίζοντας ή να πεθάνει αγωνιζόμενος. Έτσι, απάντησε καταφατικά στον Αιήτη και έφυγε από το παλάτι για να καταστρώσει το σχέδιό του.
Την ώρα που έβγαινε από το παλάτι, η κόρη του Αιήτη, μάγισσα Μήδεια, μόλις κοίταξε μέσα από το πέπλο της το όμορφο παλικάρι, που έλαμπε σαν τον Σείριο, το υπέρλαμπρο άστρο του ουρανού, θαμπώθηκε, νιώθοντας ξαφνικά τα βέλη του φτερωτού θεού του Έρωτα να μπήγονται βαθιά στην καρδιά της (αυτό μετά από παρέμβαση της Ήρας). Ένιωσε μικρή και αδύναμη μπροστά του, παρόλο που κάτεχε την τέχνη της μαγείας η οποία της έδινε υπερκόσμια δύναμη, καθώς μπορούσε να πετύχει ό,τι έβαζε στο μυαλό της, καλό ή κακό. Έτσι, αποφάσισε να πάρει από κοντά τον ήρωα, για να δει τι θα μπορούσε να κάνει για να τον βοηθήσει. Η νεαρή βασιλοπούλα, ερωτοχτυπημένη καθώς ήταν με το παλικάρι, δε δίστασε να θέσει σε άμεσο κίνδυνο και την ίδια της τη ζωή, γιατί θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή για τη συμπάθειά της αυτή από τους αυλικούς του πατέρα της και να πέσει θύμα της οργής του, αφού ήθελε με κάθε τρόπο την εξόντωση του παλικαριού.
Μα είναι αλήθεια πως, όταν κανείς αγαπά, αψηφά όλους τους κινδύνους. Έτσι, η Μήδεια, ως ιέρεια της θεάς της νύχτας Εκάτης, που εξουσίαζε την είσοδο του Κάτω Κόσμου, πήρε από το ναό της θεάς μια μαγική αλοιφή, που είχε την ιδιότητα να κάνει το σώμα του ανθρώπου άτρωτο από τη φωτιά. Όποιος αλειβόταν μ’ αυτή την αλοιφή, δεν κινδύνευε να πάθει τίποτα, ακόμα και αν έμπαινε μέσα σε φωτιά με φλόγες τεράστιων διαστάσεων. Ήταν φτιαγμένη από το χυμό ενός λουλουδιού που φύτρωνε στις ρεματιές του Καύκασου, θρεμμένο με σταγόνες αίματος του Προμηθέα. Το λουλούδι αυτό είχε ύψος μια πήχη, χρώμα όμοιο με του κρόκου και ρίζα κοκκινωπή και σαρκώδη και τη στιγμή που το ξερίζωναν, η γη σειόταν και μούγκριζε, σαν να πονούσε.
Η βασιλοπούλα ζήτησε την άδεια της θεάς να πάρει το παράξενο αυτό προμηθεϊκό φίλτρο και το έκρυψε στο στηθόδεσμό της. Ύστερα έτρεξε στον αγαπημένο της, τον συμβούλεψε να λουστεί το βράδυ και το πρωί ν’ αλείψει μ’ αυτό όλο του το σώμα, ενώ για τους γίγαντες του έδωσε συμβουλή να κάνει ό,τι έκανε κι ο Κάδμος, ο ιδρυτής της Θήβας: όταν είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο περιστατικό, χρησιμοποίησε ένα μεγαλοφυές τέχνασμα: Έριξε πέτρες ανάμεσά τους και εκείνοι, νομίζοντας πως δέχονται επίθεση από τους ομοφύλους τους, άρχισαν ένα φοβερό αγώνα, που είχε σαν αποτέλεσμα να αλληλοεξοντωθούν.
Έτσι, η δύναμη του μυαλού και του έρωτα υπερίσχυσε - για πολλοστή φορά - της τυφλής σωματικής δύναμης και ο Ιάσονας, με τη βοήθεια της Μήδειας, κατάφερε να βγει από τη δυσχερή δοκιμασία νικητής. Την επόμενη ημέρα, το συγκεντρωμένο πλήθος παρακολουθούσε με αγωνία τη σκηνή. Ο Αιήτης, με ολοφάνερη ικανοποίηση περίμενε να δει τον φιλόδοξο, μα παράτολμο νέο, να λαμπαδιάζει ολόκληρος και να καίγεται ζωντανός από τη φωτιά που θα ξερνούσαν τα θεϊκά ζώα. Μα η ικανοποίησή του σε λίγο έγινε απογοήτευση, όταν είδε τον Ιάσονα να βγάζει τα ρούχα του (για να μην πάρουν φωτιά) και να μπαίνει στον αγώνα χωρίς να πάθει τίποτα. Αφού κατάφερε να ζέψει τους ταύρους στο αλέτρι, άνοιξε με επιτυχία το αυλάκι που του ζήτησε ο πονηρός βασιλιάς, που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα· δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του και να εξηγήσει πώς ήταν δυνατό να έρχεται κανείς σ’ άμεση επαφή με τη φωτιά, μα να μην καίγεται απ’ αυτή.
Μετά απ’ αυτό, ήρθε η σειρά των δοντιών: Μόλις έσπειρε τα δόντια του δράκου, κρύφτηκε πίσω από μια βαλανιδιά και την ώρα που ξεφύτρωναν οι γίγαντες, έριξε πέτρες, που προξένησαν αναταραχή ανάμεσά τους. Όσοι χτυπήθηκαν απ’ τις πέτρες αυτές νόμισαν ότι δέχτηκαν επίθεση από τους άλλους όμοιούς τους, γι’ αυτό όρμησαν καταπάνω τους. Αποτέλεσμα της φοβερής γιγαντομαχίας ήταν η αλληλοεξόντωσή τους. Τον τελευταίο που έμεινε από τη συμπλοκή τον σκότωσαν ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες του, που είχαν έρθει στην πόλη από την Αργώ. Μόλις τελείωσε και τους δύο άθλους του, ο Ιάσονας ζήτησε από τον Αιήτη το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ο Αιήτης, βλέποντας πως έχασε αυτό το παιγνίδι και πως το τολμηρό παλικάρι κατάφερνε να βγαίνει νικητής πάντα από τις επικίνδυνες δοκιμασίες που το υπέβαλλε, του απάντησε ότι θα του το έδινε την επόμενη μέρα, έχοντας, όμως, σκοπό να μην τηρήσει τη συμφωνία του.
Έτσι, ο Ιάσονας και οι συντρόφοι του επέστρεψαν στην Αργώ, για να ξεκουραστούν και να γιορτάσουν τη νίκη των ηρώων, περιμένοντας το χάραμα της μέρας για να πάρουν αυτό για το οποίο έκαναν την εκστρατεία, το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ο Αιήτης, όμως, κάλεσε αμέσως τους συμβούλους του σε σύσκεψη, για να βρουν τις λύσεις τις πιο κατάλληλες στο πρόβλημά του. Έπρεπε με κάθε τρόπο να βγει από τη μέση αυτός ο ενοχλητικός και επικίνδυνος νέος, που απειλούσε ν’ αρπάξει την πιο ιερή παρακαταθήκη του Φρίξου, το θεϊκό δέρας, που προστάτευε με τη μαγική του δύναμη τη χώρα του και τον ίδιο το βασιλιά. Η Μήδεια, κρυφακούγοντας τη συζήτηση, έτρεξε στο μέσο της νύχτας να προειδοποιήσει τον Ιάσονα και τους συντρόφους του πως ο πατέρας της δε σκόπευε να τηρήσει το λόγο του, αλλά ήθελε να βάλει φωτιά στην Αργώ.
Αμέσως μετά, η Μήδεια παρότρυνε τον Ιάσονα να πάρει μαζί του ένα απ’ τους συντρόφους του και να πάνε μαζί της στο χώρο που βρισκόταν το Δέρας. Ο Ιάσονας επέλεξε τον Ορφέα, που ήταν λιγότερο δυνατός και ρωμαλέος, αλλά περισσότερο έξυπνος και ψυχαγωγικός και, προχωρώντας αμίλητοι και βουβοί, έφτασαν στο άλσος του Άρη, ακολουθώντας τη Μήδεια. Το Χρυσόμαλλο Δέρας, που ήταν κρεμασμένο σε μια βαλανιδιά, έλαμπε από τις ακτίδες φωτός του φεγγαριού που έπεφταν πάνω του, κάνοντάς το να φωτίζει το χώρο. Η Μήδεια, τότε, ενημέρωσε τον Ιάσονα και τον Ορφέα για το φίδι που φύλαγε το Δέρας και, ενώ αυτή φώναζε μαγικά ξόρκια σε μια αλαμπουρνέζικη γλώσσα, ο Ορφέας άρχισε να παίζει στη λύρα του θεσπέσια κομμάτια. Ο ακοίμητος δράκοντας τότε, μαγεμένος από τα ξόρκια της Μήδειας και γοητευμένος από την εξαίσια μουσική του Ορφέα, ξετυλίχθηκε από τη βαλανιδιά και κουλουριάστηκε λίγο πιο πέρα.
Κειτόταν κουλουριασμένος και σήκωνε ψηλά το φοβερό κεφάλι του με τα δυο κιτρινοκόκκινα μάτια, που έβγαζαν σπίθες και το τεράστιο στόμα του, που, καθώς άνοιγε διάπλατα, θαρρούσε κανείς πως μέσα του έβλεπε την άβυσσο, με τ’ απέραντο σκοτάδι να βασιλεύει πάνω της. Μα είχε εμπιστοσύνη στην αγαπημένη του βασιλοπούλα, που κάτεχε τόσες τέχνες και γνώριζε τόσο καλά τα μυστικά της μαγείας, που δε θα τον άφηνε αβοήθητο σ' αυτή την πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Και πραγματικά: η Μήδεια βρήκε λύση και σ' αυτό το πρόβλημα· έκοψε ένα κλαδί κέδρου και το βούτηξε σ’ ένα μαγικό φίλτρο, ένα παράξενο υγρό που είχε την ιδιότητα αν ερχόταν σ’ επαφή με τα μάτια, να τ’ αποκοιμίζει. Κι αφού πλησίασε σιγά, ψέλνοντας διάφορους ύμνους, που ασκούσαν πάνω στο θεριό υπερφυσική επίδραση και το ακινητοποιούσαν, το ράντισε με το κλαδί στα μάτια.
Έτσι, με το φίδι αποκοιμισμένο, ο Ιάσονας βρήκε την πιο κατάλληλη ευκαιρία για ν’ αρπάξει το Δέρας, την πιο ανέλπιστη στιγμή για να στεφθεί μ’ επιτυχία ένα όνειρο που στοίχισε τόσους αγώνες, τόσους κινδύνους, τόσες περιπέτειες. Το παλικάρι προχώρησε γοργά, πέρασε δίπλα από το κοιμισμένο τέρας και ξεκρέμασε τη θεϊκή προβιά από τη βελανιδιά. Ύστερα απομακρύνθηκε κοιτάζοντας πίσω του, μέχρις ότου ήρθε πάλι κοντά του η κοπέλα, που, όσο εκείνος προσπαθούσε να ξεκρεμάσει το δέρας, δεν έπαψε να μουρμουρίζει ψαλμωδίες, που κρατούσαν, με τη μυστηριακή τους επίδραση, μουδιασμένο και ακινητοποιημένο το φίδι.
Ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου, το οποίο φάνηκε αληθές στην πορεία του πολέμου.
Στην Ιλιάδα, οι Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας ονομάζονται Αχαιοί, Αργείοι και, σε μικρότερο βαθμό, Δαναοί, ενώ οι αντίπαλοι των Αχαιών ονομάζονταν Τρώες και Δαρδάνιοι· με την πρώτη ονομασία, ο Όμηρος εννοεί τους κάτοικους του Ιλίου, πρωτεύουσας της Τροίας, ενώ με το δεύτερο, φαίνεται να εννοεί τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, αν και η διάκριση δεν είναι απόλυτη. Ο Τρως, ο ήρωας που έδωσε το όνομά του στη Τροία ήταν ο γιος του Εριχθόνιου και εγγονός του Δάρδανου, γιος της Αστυόχης· νυμφευμένος με την Καλλιρρόη, κόρη του Σκάμανδρου, είχε για κόρη του την Κλεοπάτρα και τρεις γιους: τον Ίλο, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην πρωτεύουσα, Ίλιο, τον Ασσαρακό και το Γανυμήδη, ερωμένο του Διός.
Ο βασιλιάς της Τροίας, Πρίαμος, ήταν νυμφευμένος με την εξαιρετικά γόνιμη Εκάβη, κόρη του Δύμα, πρίγκηπα της Φρυγίας, που είχαν γεννήσει μαζί 19 γιους, ανάμεσά τους και ο Τρωίλος, που έπεσε στα χέρια του Αχιλλέα στην έναρξη του πολέμου, το Δεινόφοβο και τον Έλενο. Από άλλες συζύγους, είχε 32 γιους και 12 κόρες. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Αρίσβη, από την οποία απόκτησε τον Αίσακο.
Ο Έκτορας, ο μεγαλύτερος γιος του Πρίαμου, ήταν η προσωποποίηση του ηρωικού πολεμιστή· οι εχθροί του τον φοβούνταν και οι φίλοι του τον σέβονταν, γιατί η πόλη του προστατευόταν από την ανδρεία του. Η προσωπικότητά του ήταν σπάνια, μιας και ήταν προικισμένος με ασυνήθιστες αρετές. Ο Όμηρος, θέλοντας να αποθανατίσει στους αιώνες τη φιλοπατρία του, αναφέρει ότι, όταν οι οιωνοί δεν έφερναν καλά μαντάτα για την έκβαση της μάχης, ο Έκτορας είπε το περίφημο «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (Ο καλύτερος οιωνός είναι η υπεράσπιση της πατρίδας).
Από την αγαπημένη του σύζυγο, Ανδρομάχη, κόρη του βασιλιά Αετίωνα, βασιλιά της Θήβης της Κιλικίας, είχε ένα γιο, τον Αστυάνακτα. Όσον αφορά τον Πάρη, ο μύθος αναφέρει ότι, όταν η Εκάβη τον κυοφορούσε, ονειρεύτηκε ότι θα γεννούσε ένα φλέγοντα πυρσό που θα έσταζε αίμα και θα έκαιγε την Τροία. Ο Αίσακος, μπάσταρδος γιος του Πριάμου και ονειροκριτής, συμβούλεψε τον πατέρα του να σκοτώσει το μωρό μόλις γεννιόταν, ειδάλλως οι μέρες της Τροίας θα ήταν μετρημένες.
Ο φόνος του Πάρη αναλήφθηκε από ένα δούλο, ο οποίος, όμως, λυπήθηκε το μωρό και το άφησε στους λόφους του βουνού Ίδα, όπου και ανατράφηκε από μια θηλυκή αρκούδα και, αργότερα, ανεβρέθηκε από ένα βοσκό που τον μεγάλωσε. Αργότερα, ο Πάρις αναγνωρίστηκε από την οικογένειά του και έγινε δεχτός με μεγάλη χαρά από το παλάτι. Στην Ιλιάδα, ο Πάρις, δευτερότοκος γιος του Πρίαμου, αντιπροσωπεύεται από ένα όμορφο και γοητευτικό αγόρι, το οποίο όμως ήταν δειλό και φιλόνικες.
Ανάμεσα στους ήρωες της Τροίας ξεχωρίζουν ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, ο ηλικιωμένος και δίκαιος Αντήνορας, ανηψιός του Πριάμου, αλλά και τα παιδιά του, ανάμεσα στα οποία διακρίνουμε τον Αγήνορα και τον Ακάμαντα, ο Πάνθους, ηλικιωμένος κάτοικος της πόλης και οι γιοι του, Υπερήνωρ, Εύφορβος και Πολυδάμας, μάντης, σύμβουλος και φίλος του Έκτορα.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:43 PM | Message # 5 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Οι Αργοναύτες διέσχισαν παραπλέοντας τα νότια παράλιά του όλο τον Εύξεινο Πόντο. Ύστερα, παραπλέοντας πάλι την ακτή, κινήθηκαν βορειοδυτικά και μπήκαν σ’ έναν παραπόταμο του Ίστρου (Δούναβη), για τον οποίο πίστευαν ότι είχε και μια άλλη εκβολή στην Αδριατική θάλασσα. Μετά βγήκαν από την Αδριατική και μπήκαν σε μια θάλασσα ελληνική, το Ιόνιο πέλαγος. Παρέπλευσαν τη Μέλαινα Κέρκυρα, το σημερινό νησί Κόρτσουλα, αλλά ο Δίας, οργισμένος για το φόνο του Άψυρτου, έστειλε αντίθετους ανέμους και σφοδές τρικυμίες· οι Αργοναύτες διερωτήθηκαν τι θα έπρεπε να κάνουν και τότε συνέβη ένα σημαντικό γεγονός: ακούστηκε να μιλάει δυνατά το μαγικό ξύλο που είχε τοποθετήσει η θεά Αθηνά, που παρότρυνε τα παλικάρια να πάρουν το δρόμο που οδηγεί προς τον τόπο όπου έμενε η μάγισσα Κίρκη, που θα μπορούσε να εξαγνίσει τη Μήδεια και τον Ιάσονα από το φόνο του Άψυρτου.
Η Κίρκη ήταν κόρη της Εκάτης (της θεάς του Κάτω Κόσμου) και αδερφή του Αιήτη, θεία, επομένως, της Μήδειας. Ήταν φημισμένη μάγισσα, που μας είναι γνωστή και από την Οδύσσεια, σύμφωνα με τη διήγηση της οποίας είχε μεταμορφώσει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους. Κατοικούσε δυτικά, εκεί όπου υψώνεται το Κιρκαίο Όρος, σε μια χερσόνησο της τυρρηνικής ακτής. Γι’ αυτό οι Αργοναύτες διάλεξαν μια πορεία προς το βορρά, γύρω από τη χερσόνησο των Απεννίνων, για την οποία πίστευαν ότι ήταν ένα νησί που συνόρευε στα βόρεια με δυο μεγάλους ποταμούς: τον Ηριδανό (Πάδο) και τον Ροδανό. Οι ήρωες ανάπλευσαν τον ένα, μέχρις ότου έφτασαν στον άλλο, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε, εκτός από την κοίτη του Ηριδανού, και άλλους δυο ακόμα παραπόταμους, ο ένας από τους οποίους χυνόταν στον Ωκεανό και ο άλλος στο Τυρρηνικό πέλαγος. Λίγο έλειψε να κάνουν λάθος και να αφήσουν τον τυρρηνικό παραπόταμο.
Τους απέτρεψε η Ήρα που, φανερή ή αθέατη, πάντα τους συνόδευε και τους ενθάρρυνε, υποδεικνύοντάς τους τι έπρεπε να κάνουν. Το ίδιο έκανε και η Αθηνά, και ποτέ οι δυο θεές δεν τους εγκατέλειψαν εντελώς μόνους. Μόλις το καράβι έφτασε στο νησί Αία (ή Ωγυγία), που έμενε η μάγισσα Κίρκη, πήγαν στο παλάτι της μόνο η Μήδεια και ο Ιάσονας, ενώ τα άλλα παλικάρια παρέμειναν στο καράβι, για λόγους ασφαλείας. Μόλις η μάγισσα είδε την ανηψιά της, την αναγνώρισε από τη χρυσή ανταύγεια των ματιών της. Αυτή τη χαρακτηριστική ανταύγεια είχαν όλα τα παιδιά και τα εγγόνια του θεού Ήλιου γιατί, όπως είναι γνωστό, ο πατέρας της Μήδειας, ο Αιήτης, ήταν γιος του Ήλιου. Η Κίρκη εξάγνισε το ζευγάρι μετά από μια απλή ιεροτελεστία: αφού έσφαξε ένα νεογέννητο γουρουνάκι, το κράτησε πάνω από τα κεφάλια τους και άρχισε να κάνει προσευχή στον Δία.
Καθώς έσταζε το αίμα ζεστό πάνω στους μιασμένους νέους, ήταν σαν να θυσιάζονταν οι ίδιοι και μ’ αυτόν τον τρόπο εξέτιναν την ποινή τους. Διότι το αίμα με το αίμα μόνο θα μπορούσε να ξεπληρωθεί. Έτσι ο Ιάσονας και η Μήδεια εξαγνίστηκαν. Αλλά η μάγισσα θεά ήταν πάρα πολύ δυσαρεστημένη με την ανιψιά της, που φέρθηκε τόσο άσχημα στον πατέρα της, προδίδοντάς τον για ένα ξένο, τον πότισε με το πιο πικρό ποτήρι, στερώντας τον από τον αγαπημένο του γιο, Άψυρτο, και από το Χρυσόμαλλο Δέρας, που ήταν η πιο πολύτιμη οικογενειακή παρακαταθήκη. Μάταια η Μήδεια προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Η Κίρκη την έδιωξε αμέσως από το παλάτι της. Ύστερα, οι Αργοναύτες έφτασαν στο βράχο των Σειρήνων. Οι Σειρήνες ήταν τέρατα με μορφή κοριτσιών, που με τη γλυκιά τους φωνή και με το τραγούδι τους καταγοήτευαν όσους περνούσαν από τα μέρη τους, τους μάγευαν και τους παράσερναν κοντά τους.
Από μακριά ο αγέρας έφερνε στ’ αυτιά των παλικαριών το γλυκό τραγούδι των τεράτων, που ήταν αδύνατο να μη σταματήσει κανείς και, με κομμένη ανάσα, να τ’ ακούσει· την ίδια, όμως, στιγμή ο Ορφέας θυμήθηκε τα μάγια και της δικής του φωνής: με τ’ αέρινά του δάχτυλα, που κινούνταν με αξεπέραστη άνεση πάνω στις χορδές της λύρας του, άρχισε να παίζει μια θεσπέσια, υπερκόσμια μουσική, που σκέπασε το τραγούδι των Σειρήνων. Έτσι, τα τέρατα, αντί να γοητεύσουν, γοητεύτηκαν από τη θεϊκή τέχνη του Ορφέα κι ενώ άπλωναν πριν τα χέρια και καλούσαν κοντά τους τα παλικάρια της Αργώς, με την επίδραση της μουσικής του Ορφέα έφυγαν άπρακτες.
Έπειτα, οι Αργοναύτες έφτασαν στον τόπο όπου κατοικούσαν η Σκύλλα και η Χάρυβδη, τα δυο φοβερά τέρατα που κατασπάραζαν τους περαστικούς, από τον τόπο τους, ναυτικούς. Η Σκύλλα ζούσε σε μια σπηλιά ενός απότομου βράχου, ενώ η Χάρυβδη, κόρη του Ποσειδώνα και της Γης, ζούσε και αυτή ανάμεσα στ’ απόκρημνα βράχια της θάλασσας και κατασπάραζε όποιον την πλησίαζε. Με τη βοήθεια όμως της θεάς Θέτιδας, της μάνας του ήρωα Αχιλλέα και των υπόλοιπων σαράντα εννιά αδελφάδων της, των Νηρηίδων, η Αργώ κατάφερε να περάσει σώα και αβλαβής ανάμεσα από τα δύο εκείνα τέρατα.
Στη συνέχεια, η Αργώ πέρασε ανάμεσα από τα νησιά Πλαγκτές Πέτρες, που έχουν ένα επικίνδυνο στενό· κι εδώ η Θέτιδα με τις υπόλοιπες Νηρηίδες βοήθησαν στο πέρασμα. Έπειτα, έφθασαν στην Τρινακρία, όπου υπήρχαν τα βόδια του Ήλιου, που αργότερα οι σύντροφοι του Οδυσσέα, χωρίς αυτός να το γνωρίζει, θα τα έτρωγαν, με αποτέλεσμα να δεχτούν σκληρή τιμωρία: να χαθούν όλοι από τρικυμία, εκτός από τον ίδιο τον Οδυσσέα, που, θαλασσοδαρμένος, έφτασε στο νησί της Καλυψώς, την Ωγυγία. Οι Αργοναύτες άκουγαν τα μουγκανητά των βοδιών του θεού, μα δεν τους ενδιέφερε ν’ αποβιβαστούν στο νησί του Ήλιου. Γρήγορα άφησαν πίσω τους τη Σικελία και έφτασαν στο νησί των Φαιάκων, στη σημερινή Κέρκυρα (που τότε έφερε την ονομασία Μάκρις ή Δρεπάνη, από το σχήμα της, που μοιάζει πάρα πολύ με δρεπάνι).
Εκεί βασίλευε ο γιος του Ναυσίθοου, Αλκίνοος. Ο Ναυσίθοος καταγόταν από θεϊκή γενιά· ήταν γιος του Ποσειδώνα. Ο λαός τον οποίο εξουσίαζε ο Αλκίνοος, οι Φαίακες, ήσαν ειρηνικοί και φιλόξενοι, γι’ αυτό και με προθυμία υποδέχτηκαν όλοι τους τα παλικάρια. Η Μήδεια, όταν με τον Ιάσονα έφτασε στο βασιλικό παλάτι, έπεσε στα πόδια της βασίλισσας Αρήτης και την παρακάλεσε να τη βοηθήσει. Σύμφωνα με το έθιμο εκείνης της εποχής, όποιος παρακαλούσε κάποιον να τον βοηθήσει, ακολουθώντας ορισμένους τύπους (όπως το γονάτισμα και το πιάσιμο του γόνατος του άλλου), τον δέσμευε ηθικά. Έτσι έγινε και τώρα: η Μήδεια, εκλιπαρώντας την Αρήτη, θα ανάγκαζε την τελευταία να βοηθήσει με κάθε τρόπο.
Στο μεταξύ, κατέφτασαν στο νησί καράβια του Αιήτη από την Κολχίδα, με στρατό και ζήτησαν από τον Αλκίνοο να παραδώσει τη Μήδεια στον πατέρα της. Ο σοφός βασιλιάς τους απάντησε τότε ότι σκόπευε να την παραδώσει με ένα μονάχα όρο: ότι δε θα είχε ήδη παντρευτεί τον Ιάσονα. Την απάντηση αυτή του Αλκίνοου την έκανε γνωστή κρυφά στο ζευγάρι η Αρήτη, που είχε ηθική υποχρέωση να βοηθήσει τους δυο νέους. Για να μην πέσει, λοιπόν, στα χέρια του πατέρα της, γιόρτασε τους γάμους της με τον Ιάσονα η Μήδεια στη σπηλιά της Μάκριδας, της νύμφης του νησιού, την ίδια νύχτα που πήρε την είδηση από την καλοπροαίρετη βασίλισσα. Μέσα στη σπηλιά της νύμφης ετοιμάστηκε η νυφική παστάδα, το νυφικό κρεβάτι της Μήδειας και απάνω του απλώθηκε το Χρυσόμαλλο Δέρας, που έβγαζε μια χαρακτηριστική ανταύγεια, σαν να ήταν φωτιά που έκαιγε μέσα στη νύχτα.
Η Ήρα, που συμπαθούσε πολύ τον Ιάσονα, έστειλε μια συντροφιά από νύμφες στολισμένες με πολύχρωμα λουλούδια, για να δώσουν μια ιδιαίτερη λαμπρότητα στο χαρμόσυνο γεγονός. Άλλωστε, σαν θεά του γάμου που ήταν, επιθυμούσε αυτός ο δεσμός της ψυχής των δυο νέων να γίνει στέρεος και αδιάσπαστος και γι’ αυτό το λόγο θα ήταν και μελλοντικά συμπαραστάτιδα και βοηθός τους. Η ανταύγεια που σκορπούσε το Δέρας περιέλουσε και τις εκλεκτές θεές και ξεσήκωσε μέσα τους τον πόθο. Ντράπηκαν, όμως, και δεν τόλμησαν να τ’ ακουμπήσουν με το χέρι τους για να απολαύσουν στην ψυχή τους την ηδονή της αγάπης των δυο νέων, που θα γινόταν σε λίγο σαρκικός έρωτας. Οι νεόνυμφοι, εκστασιασμένοι από τη θεσπέσια λύρα του Ορφέα και το γλυκό γαμήλιο τραγούδι των παλικαριών, που φορούσαν στεφάνι στο κεφάλι, νόμιζαν ότι βρίσκονταν στην Ιωλκό, στο παλάτι του Αίσονα και όχι σε μια φτωχική σπηλιά Νύμφης.
Ονειρεύονταν ένα γάμο αντάξιο της βασιλικής τους καταγωγής, με όλη τη λαμπρότητα και επισημότητα που το έθιμο απαιτούσε, μα ήταν ακόμα πολύ μακριά από την Ιωλκό, την πατρίδα του Ιάσονα. Η στρατιά του Αιήτη έφυγε άπρακτη, μετά από την άρνηση του Αλκίνοου να παραδώσει τη Μήδεια και η Αργώ ξεκίνησε κουβαλώντας το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι και τους ενδοξότερους συντρόφους του: η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα πλησίαζε. Είχαν διανύσει πολλαπλάσια απόσταση από εκείνη που τους υπολειπόταν, πέρασαν τόσους κινδύνους, υποβλήθηκαν τόσες δοκιμασίες, που δεν μπορούσαν παρά να πιστεύουν πια πως όπου νάνε θα ξημέρωνε η μέρα εκείνη που θα πατούσαν στο άγιο χώμα της πατρίδας τους, θ’ αγκαλιάζονταν με τους δικούς τους ανθρώπους, ενώ οι τιμές και η δόξα όλων των Ελλήνων θα τους ανέβαζαν στα ουράνια.
Οι Αργοναύτες ονειρεύονταν πότε θα ερχόταν η μέρα που θα έμπαιναν θριαμβευτές στο λιμάνι της Ιωλκού, κουβαλώντας το Χρυσόμαλλο Δέρας, που θα ήταν θεία ευλογία για την πόλη και όλη την περιοχή, αλλά παράλληλα και ικανοποίηση του δικαίου. Γιατί ο Φρίξος δεν είχε φυσική του πατρίδα τη χώρα του γιου του Ήλιου, την αφιλόξενη Κολχίδα, αλλά την πόλη Άλω της Θεσσαλίας, της οποίας ιδρυτής ήταν ο πατέρας του Φρίξου, ο Αθάμας. Θα γύριζε λοιπόν το Δέρας στον τόπο όπου δικαιωματικά ανήκε. Μα συνάμα ο Ιάσονας θα έπαιρνε το θρόνο που του ανήκε, γιατί ο θείος του Πελίας έπρεπε να του τον επιστρέψει, όπως είχε υποσχεθεί, με την πραγματοποίηση της επιχείρησης στην Κολχίδα και το αίσιο τέλος της.
Η Αργώ εγκατάλειψε το φιλόξενο νησί Δρεπάνη (τη σημερινή Κέρκυρα) και άνοιξε πανιά με κατεύθυνση την Ιωλκό. Αλλά, δυστυχώς, τα βάσανα των Αργοναυτών δεν είχαν τελειωμό, γιατί οι θύελλες έσπρωξαν το καράβι μέσα σε εννιά μέρες και εννιά νύχτες προς άλλη κατεύθυνση: βρέθηκαν στη Λιβύη, στην άβαθη και επικίνδυνη Σύρτη. Εκεί, τα παλικάρια ένιωσαν έντονο τον κίνδυνο της λειψυδρίας και έπρεπε να βγουν σε αναζήτηση νερού. Περιπλανήθηκαν πολύ μέσα στην έρημο, στο ξερό και μονότονο τοπίο, όπου ο ήλιος έκαιγε την άμμο την ημέρα και την έκανε ανυπόφορη, μα τη νύχτα μια έντονη ψύχρα έφερνε ο αέρας, που νόμιζαν πως βρίσκονταν στο πέλαγος. Όταν ήταν καταμεσήμερο, τα πόδια των παλικαριών δε βάδιζαν· κυριολεκτικά σέρνονταν.
Η άμμος δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ το περπάτημα, ενώ τα χείλη τους ξεράθηκαν και έσκασαν, όπως η γη από την ξηρασία και την ανομβρία, το στόμα τους στέγνωσε, η αναπνοή τους βαριά και το μυαλό τους θολό, τα μάτια τους ξέφωτα, ξεψυχισμένα. Και τότε έγινε το θαύμα: στον Ιάσονα παρουσιάστηκαν τρεις πανέμορφες θεές, σαν φαντάσματα μέσα στην έρημο. Ήταν οι κόρες του Ποσειδώνα και της Λιβύης. Τον συμβούλεψαν να κάνουν και αυτοί το ίδιο που έκανε η Μητέρα, η οποία τους κουβαλούσε πάνω της· ήταν μια συμβουλή με προφητικό χαρακτήρα, που έπρεπε, με κόπο, να γίνει αντιληπτό το νόημά της. Μετά από πολλή σκέψη τα παλικάρια κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα: όπως η μάνα τους τούς σήκωσε πάνω της μέχρι να τους γεννήσει, έτσι και η Αργώ τους σήκωσε μέχρι τώρα. Άρα ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η δεύτερη μάνα τους.
Πήραν λοιπόν και εκείνοι το καράβι τους στους ώμους και το κουβάλησαν μέσα στην έρημο δώδεκα μερόνυχτα, ενώ η δίψα τους έγινε ακόμα πιο πολύ ανυπόφορη. Τελικά έφτασαν στη λίμνη Τριτωνίδα, στην επιφάνεια της οποίας απίθωσαν το φορτίο τους. Ύστερα, έτρεξαν με λαχτάρα για να βρουν κάποια πηγή. Ψάχνοντας, έφτασαν στον ιερό χώρο όπου βρίσκονταν τα μήλα των Εσπερίδων. Εκεί υπήρχε ένα παράξενο δέντρο, που έκανε χρυσά μήλα. Ένα φοβερό φίδι, ο Λάδωνας, είχε τοποθετηθεί φύλακας του δέντρου· κατοικούσε στο κοίλωμα της μαύρης γης, που βρίσκεται στα δυτικά της Μεσογείου, πέρα στον Ωκεανό. Εκεί είχαν την κατοικία τους και οι προστάτριες του δέντρου, οι Εσπερίδες, θυγατέρες της Νύχτας. Πριν μια μέρα, όμως, εκεί είχε φτάσει ο Ηρακλής. Ο ήρωας, εκτελώντας έναν από τους δώδεκα άθλους του, σκότωσε το φίδι και πήρε τα μήλα των Εσπερίδων.
Στη θέα των Αργοναυτών, οι Εσπερίδες μεταμορφώθηκαν σε τρία δέντρα. Ξαναπήραν όμως την προηγούμενη κανονική μορφή τους και έδειξαν σ’ αυτούς την πηγή που είχε ανοίξει ο Ηρακλής μ’ ένα χτύπημα του ποδιού του στο βράχο. Δροσερό καθάριο νερό ανάβλυζε από τα σπλάχνα της γης. Τα ξεψυχισμένα κορμιά των παλικαριών ξαναβρήκαν τη ζωή, πίνοντας το θείο εκείνο δώρο. Αφού, λοιπόν, ήπιαν άφθονο νερό και γέμισαν τ’ ασκιά τους για να έχουν απόθεμα, έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έπρεπε να βρουν το δρόμο από τη λίμνη, όπου βρισκόταν η Αργώ, προς τη θάλασσα. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή τους βοήθησε ο θεός Τρίτωνας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Με την ανθρώπινη, λοιπόν, μορφή του παρουσιάστηκε στους Αργοναύτες και τους έδωσε ένα όστρακο που αργότερα, όπως είπε, θα τους χρησίμευε.
Το πήρε ο Εύφημος, γιος του Ποσειδώνα, με ευγνωμοσύνη και το κράτησε με περισσή έγνοια. Ύστερα ο Τρίτωνας, στην κανονική του πλέον μορφή (δηλαδή μισός άνθρωπος μισός ψάρι) έσπρωξε την Αργώ προς τη θάλασσα, δείχνοντας συνάμα και το δρόμο που οι Αργοναύτες δεν ήξεραν. Αφού ευχαρίστησαν για τις ευεργεσίες του το θεό, τα παλικάρια άνοιξαν πανιά για τις ελληνικές θάλασσες.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:44 PM | Message # 6 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Μετά από ήρεμο ταξίδι έφτασαν στην Κρήτη. Εκεί όμως υπήρχε ένας Γίγαντας, ο χάλκινος Τάλως, που τρεις φορές την ημέρα γύριζε το νησί και δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Ο Γίγαντας αυτός είχε όμως μια τρωτή αρτηρία. Η Μήδεια με τ’ ακαταμάχητα μάγια της παγίδεψε το τέρας και με ματιές σπινθηροβόλες, γεμάτες εχθρικότητα και μίσος, το γήτεψε και το υπνώτισε, με αποτέλεσμα να πέσει και να σκιστεί ξαφνικά από μια μυτερή πέτρα ο αστράγαλός του, όπου κρυβόταν η τρωτή του αρτηρία. Το αίμα τότε άρχισε να τρέχει σαν ποτάμι και σε λίγο το τέρας σωριαζόταν με μεγάλο γδούπο.
Πολλοί μελετητές σήμερα υποστηρίζουν πως ο Τάλως δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ρομπότ που λειτουργούσε με πετρέλαιο (η αρτηρία και το αίμα), φτιαγμένο από τον Ήφαιστο κατ’ εντολή του Δία, ο οποίος τον χάρισε στο Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ήταν κατασκευασμένος από μπρούντζο και διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί ή βίδα έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή το αίμα των αθανάτων, θείο υγρό που του έδινε ζωή. Κύριο έργο του Τάλω ήταν να διατρέχει τις ακτές της Κρήτης τρεις φορές την ημέρα, να ρίχνει βράχους στα εχθρικά πλοία, να σκοτώνει τους εισβολείς και επί πλέον να περιφέρεται στο εσωτερικό του νησιού μεταφέροντας από χωριό σε χωριό τους νόμους που θεσμοθετούσε ο Μίνωας.
Εξόντωνε τους εισβολείς αγκαλιάζοντάς τους, ενώ ταυτόχρονα πυρακτωνόταν και τους κατέκαιγε. Όλες οι προδιαγραφές του μύθου για τον Τάλω είναι προδιαγραφές ενός υπερφυσικού ρομπότ ή ανδροειδούς: μεγάλη ταχύτητα, τεράστια δύναμη εκτόξευσης βαρών, υγρά μπαταρίας, αυτοθέρμανση. Χαρακτηριστικός είναι και ο θάνατος του Τάλω, όταν από την Κρήτη περνούσαν οι Αργοναύτες ο Ποίας, πατέρας του Φιλοκτήτη, τόξευσε το χάλκινο καρφί στη φτέρνα του Τάλω, το έβγαλε από τη θέση του και χύθηκε ο ιχώρ.
Έτσι, αφού αποβιβάστηκαν στο νησί, έχτισαν, ευγνωμονώντας τους θεούς, βωμούς στον Ποσειδώνα και στον Τρίτωνα και ένα ναό στη μινωική Αθηνά, που ήταν η προστάτιδα θεά της περιοχής. Και αφού συνέχισαν το ταξίδι τους, έφτασαν σ’ ένα σύμπλεγμα ελληνικών νησιών. Μα ήταν τότε τόσο πυκνό το σκοτάδι και ο ουρανός τόσο άναστρος, που δεν ήξεραν αν ταξίδευαν στον επάνω κόσμο ή στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη. Μέσα στην άγρια εκείνη νύχτα νόμισαν πως θα χαθούν, φόβος μεγάλος τους κυρίεψε. Τότε ο Ιάσονας σήκωσε ψηλά τα χέρια του και, με δυνατή φωνή, επικαλέστηκε το θεό του φωτός, τον Απόλλωνα, που τον έλεγαν και Φοίβο, γιατί διαφέντευε τις ακτίνες του Ήλιου, τις ζωοδότρες.
Και ο θεός, που εισάκουσε τη θερμή του δέηση, έκανε την εμφάνισή του σ' ένα ερημονήσι, όπως ακριβώς άλλοτε στο εγκαταλειμμένο νησάκι Θυνιάδα, μετά από την περιπέτεια των παλικαριών στις γαλάζιες πέτρες. Τότε, σ’ εκείνο το ερημονήσι, ο θεός κρατούσε το ασημένιο τόξο του στο αριστερό του χέρι. Τώρα κρατούσε το τόξο του με το δεξί του χέρι και έστεκε σ’ έναν από τους δυο μαύρους βράχους, που λέγονταν Μελάντιοι, γιατί εκεί είχε σταθεί κάποιος άνθρωπος με μαύρη μορφή. Καθώς ο θεός έλαμπε από ένα υπερκόσμιο, αχνόφεγγο φως, τα παλικάρια αντίκρισαν ένα πολύ μικρό νησί, όπου αποβιβάστηκαν. Την ίδια στιγμή ο ουρανός φωτίστηκε από το γλυκό φως της αυγής, που έσταξε βάλσαμο ελπίδας στις τρομοκρατημένες ψυχές τους και τους έδωσε τη βεβαιότητα πως ταξιδεύουν στον απάνω κόσμο, της χαράς, του αγώνα και της προσδοκίας, σ' αντίθεση με τον Κάτω Κόσμο της λύπης, της απραγίας και της απελπισίας.
Στο θεό, λοιπόν, που διέλυσε τα σκοτάδια της νύχτας από τη γη και τα σκοτάδια της αμφιβολίας και του φόβου από την ψυχή τους, έφτιαξαν τα παλικάρια ένα βωμό σε ένα σκιερό άλσος και ονόμασαν τον Απόλλωνα Αιγλήτη, δηλαδή φωτοβόλο, γιατί σκόρπισε την αίγλη του φωτός του γύρω του. Επίσης, ονόμασαν το νησί, όπου ο θεός έκανε την εμφάνισή του «Ανάφη», δηλαδή φωτεινό. Έπειτα, έκαναν εκεί ένα πανηγύρι προς τιμή του Αιγλήτη Απόλλωνα, όπου διασκέδασαν, ξεχνώντας για λίγο τις πίκρες και τα βάσανά τους. Το ίδιο βράδυ που πλάγιασαν να κοιμηθούν, ο Εύφημος είδε ένα παράξενο όνειρο, που τον εντυπωσίασε πολύ.
Το όνειρο του Εύφημου ήταν το εξής: είδε, τάχα, ότι πήρε στο στήθος του το όστρακο που του χάρισε ο Τρίτωνας και ότι χόρτασε απ' αυτό γάλα. Έπειτα το όστρακο αυτό, τάχα, έγινε μια παρθένα με την οποία ο Εύφημος έσμιξε ερωτικά, αλλά ντράπηκε με τον εαυτό του για την πράξη του αυτή, γιατί βυζαίνοντας ο ίδιος πριν από λίγο το όστρακο, ήταν σαν να είχε βυζάξει τη σύντροφό του, ταυτίζοντας έτσι το ρόλο της μάνας και της συζύγου, πράγμα που θεωρούνταν ανόσιο, σύμφωνα με τους νόμους των θεών. Μα η νεαρή γυναίκα τον παρηγόρησε λέγοντάς του ότι αυτή η πράξη δεν έπρεπε να τον στενοχωρεί. Του φανερώθηκε σαν κόρη του Τρίτωνα και της θεάς Λιβύης και τον παρακάλεσε να της δώσει για συντροφιά τις Νηρηίδες, για να κατοικήσει στη θάλασσα κοντά στην Ανάφη. Του είπε επίσης ότι σύντομα πάλι η ίδια θα αναδυθεί στο φως του ήλιου, που θα είναι τόπος διαμονής των απογόνων του Εύφημου.
Αφού η Αργώ εγκατέλειψε την Ανάφη, ο Εύφημος διηγήθηκε το όνειρό του στον Ιάσονα και εκείνος τον συμβούλεψε να ρίξει στη θάλασσα το όστρακο. Ο Εύφημος έκανε καταπώς του είπε ο Ιάσονας: και τότε από τα βάθη της θάλασσας ξεπρόβαλε ένα όμορφο νησί, που ονομάστηκε «Καλλίστη». Αργότερα το νησί αυτό πήρε την ονομασία Θήρα, δηλαδή κυνήγι, λόγω των άφθονων θηραμάτων που είχε. Σήμερα ονομάζεται Σαντορίνη. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού κατάγονταν από τη γέννα του Εύφημου. Στη διαδρομή της προς την Ιωλκό, η Αργώ σταμάτησε στην Αίγινα, για ανεφοδιασμό νερού. Επειδή όμως φυσούσε τότε πολύ ευνοϊκός άνεμος και τα παλικάρια δεν ήθελαν να χάσουν την κατάλληλη ευκαιρία, άρχισαν αγώνα δρόμου, για να κουβαλήσουν την απαραίτητη ποσότητα νερού από το νησί στο καράβι.
Από τότε, καθιερώθηκαν στην Αίγινα αγώνες δρόμου για κουβάλημα νερού, οι περίφημες Υδροφορίες. Με τον ούριο άνεμο, το θεϊκό καράβι έφτασε επιτέλους στο πολυπόθητο λιμάνι των Παγασών, απ’ όπου κάποτε είχε ξεκινήσει για τη μεγάλη περιπέτεια προς την Κολχίδα. Το όνειρο έγινε πια πραγματικότητα, ο ασίγαστος πόθος τους, που είχε γίνει καμίνι στα στήθια τους και τους βασάνιζε τρομερά, τώρα πια θα γινόταν πράξη ζωής. Σε λίγο πατούσαν τα άγια χώματα της Ιωλκού και όλοι νόμιζαν πως τους ξεγελούσε ο πόθος τους για την επιστροφή στην πατρική γη και το μυαλό τους παράδερνε ανάμεσα στην αμφιβολία του ονείρου και στη βεβαιότητα της πραγματικότητας. Έβλεπαν τα γνωστά σε όλους τοπία, το γνωστό σκηνικό και δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Έβλεπαν γνωστούς, συγγενείς και φίλους, που έτρεχαν με χαρά να τους υποδεχτούν και διερώτονταν αν υπάρχουν όλα αυτά στ’ αλήθεια ή αν ο θεός Όνειρος, θέλοντας να τους ξεγελάσει, τους έστελνε στον ύπνο τους τέτοιες γλυκείες, μα απατηλές οπτασίες. Άκουγαν τις γνωστές φωνές, το κάλεσμα των αγαπημένων τους προσώπων και τα ξεφαντώματα της ξέφρενης χαράς τους και δεν πίστευαν στ' αυτιά τους. Γιατί στ’ αυτιά τους ακόμα ηχούσε ο παφλασμός των κυμάτων και το άγριο μουγκρητό τους, καθώς μανιασμένα χτυπούσαν πάνω στα βράχια. Ακόμα ηχούσαν τα πλάνα τραγούδια των Σειρήνων, που τους καλούσαν στη συμφορά και το θάνατο. Ακόμα ηχούσαν στ' αυτιά τους τα μουγκανητά των βοδιών στο νησί του Ήλιου, που προκαλούσαν τον πόθο για την απόλαυση του κρέατός τους, ο οποίος συνάμα θα οδηγούσε στον αφανισμό των επίδοξων θυτών.
Οι περιπέτειες, οι δοκιμασίες, οι κίνδυνοι, η μακροχρόνια παραμονή τους μακριά από την πατρίδα, είχαν δημιουργήσει μέσα τους έναν άλλο χαρακτήρα· έμαθαν να ζουν με τον κίνδυνο, ν’ αδερφώνονται με το αναπάντεχο, να απολαμβάνουν το εφήμερο και φευγαλέο, αφού δεν ήξεραν αν το αύριο θα ξημέρωνε γι’ αυτούς. Έμαθαν, τέλος, να αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν τους ευγενικούς στόχους και οραματισμούς και κατανόησαν πως οι Μοίρες και οι θεοί βοηθούν και συμπαραστέκονται στους τολμηρούς, αν διαγνώσουν σ’ αυτούς προθυμία και αποφασιστικότητα. Ένας λαός ολόκληρος, άνδρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά είχαν ξεχυθεί στους δρόμους για να δουν το απίστευτο θαύμα. Τη θριαμβευτική επιστροφή του θεϊκού καραβιού με τους αθάνατους ήρωες, τα παλικάρια που, αψηφώντας το θάνατο, κατάφεραν το πιο απίστευτο, κάνοντας πράξη ό,τι άλλοι ούτε να σκεφτούν μπορούσαν.
Αλλά δεν ήταν μονάχα η επιστροφή τους. Ήταν και η επιτυχία της επιστροφής του Χρυσόμαλλου Δέρατος στον τόπο όπου δικαιωματικά ανήκε. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συντοπίτες, ενώ δάκρυα συγκίνησης έτρεχαν από τα μάτια τους. Η χαρά αυτή, βέβαια, μετριάστηκε από το θλιβερό μαντάτο του χαμού δυο παλικαριών του πληρώματος, του κυβερνήτη της Αργώς Τίφη, που πέθανε κατά το ταξίδι προς την Κολχίδα, μετά το πέρασμα από τις Συμπληγάδες, και του Ύλα, που τον κράτησαν οι Νύμφες στις σπηλιές τους, όταν αυτός πήγε να πάρει νερό και, παρά τις επίμονες αναζητήσεις του Ηρακλή και του Πολύφημου, τελικά δε βρέθηκε πουθενά.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |
aposperittis | Date: Παρασκευή, 23-ΔΕΚ-2011, 11:44 PM | Message # 7 |
![aposperittis](/avatar/07/3874-780470.jpg) Ο βασιλιάς των μελών
Group: Administrators
Messages: 4719
Status: Offline
| Ένα τρελό, ξέφρενο, παλλαϊκό πανηγύρι ήταν όλη η πόλη της Ιωλκού. Θυσίες, φαγοπότι, χορός, μουσική, γέλια και ξεφαντώματα για την επιστροφή των Αργοναυτών. Ακόμα και οι θεοί πήραν μέρος σ’ αυτό το ξέσπασμα της χαράς και ιδιαίτερα η Αθηνά και η Ήρα, συμπαραστάτριες θεές. Έπρεπε όμως τα παλικάρια να μην ξεχάσουν και τον κύρη της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, που δεν τους καραβοτσάκισε, όπως θα μπορούσε. Γι’ αυτό αποφασίστηκε να του προσφερθεί το πιο πολύτιμο δώρο: η Αργώ, το καράβι που φιλοξένησε στο βασίλειό του. Τότε υπήρχε ένας φημισμένος ναός του θεού στον Ισθμό. Εκεί, ομόφωνα, αποφάσισαν τα παλικάρια να αφιερώσουν το γοργό σκαρί. Ο Αίσονας όμως, πατέρας του Ιάσονα, απουσίαζε απ’ αυτή την παλλαϊκή εκδήλωση· ήταν κατάκοιτος, γέρος και ανήμπορος, σαν να περίμενε ν’ ακούσει για την τύχη του γιου του και μετά να πεθάνει, σα να τον κρατούσε στη ζωή εκείνη η προσμονή.
Ο Ιάσονας λυπήθηκε πολύ για τον πατέρα του και η αφοσιωμένη του Μήδεια, για μια ακόμη φορά, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Επιστρατεύοντας όλες τις γνώσεις της γύρω από την τέχνη της μαγείας, η αθάνατη εγγονή του Ήλιου, κατάφερε να κάνει τον Αίσονα να ξανανιώσει. Τα τρεμάμενά του πόδια πάτησαν γερά στο χώμα, τα ξεθωριασμένα μάτια του ξανά σπινθηροβόλησαν γεμάτα δίψα για ζωή, τα χέρια του, που είχαν σχεδόν παραλύσει, κρατούσαν γερά το στήριγμά του, τον αγαπημένο του Ιάσονα και τη γυναίκα εκείνη, που άλλη όμοιά της δεν υπήρξε ποτέ στον κόσμο. Τη γυναίκα στην οποία χρωστούσε τη ζωή του και την επιτυχία του ο γιος του και οι σύντροφοί του, αλλά και ο ίδιος, που, ενώ ήταν έτοιμος για το αιώνιο ταξίδι το χωρίς επιστροφή, τώρα ατένιζε με αισιοδοξία τη ζωή.
Αλλά και ο Πελίας είχε, στο μεταξύ, γεράσει πολύ. Η Μήδεια πέρασε μπροστά από τα μάτια της όλα τα κακά, που αυτός διέπραξε στην οικογένειά του αγαπημένου της: άρπαξε το θρόνο από το νόμιμο κάτοχό του, τον αδερφό του τον Αίσονα, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του Ιάσονα και έσπρωξε στο θάνατο το μικρότερο αδερφό του τελευταίου, Πρόμαχο. Επιπλέον θα έπρεπε τώρα - σύμφωνα με την αρχική συμφωνία ανάμεσα στον Πελία και τον Ιάσονα - να πάρει ο πρώτος το Χρυσόμαλλο Δέρας, για να παραχωρήσει, σαν αντάλλαγμα, το θρόνο στον Ιάσονα. Μα η Μήδεια το θεωρούσε άδικο αυτό: να καρπωθεί κάποιος που δε συμμετείχε σε κανέναν από τους κινδύνους ένα αγαθό που κάποιος άλλος, για να τ’ αποχτήσει, έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τόσο τη δική του, όσο και των συντρόφων του.
Μέσα στα στήθια της φούντωσε ξαφνικά η οργή και ο πόθος της για εκδίκηση. Ήθελε να πληρώσει με τη ζωή του ένας άδικος και σκληρός άνθρωπος, που, για να ικανοποιήσει το πάθος της αρχομανίας του, δε λογάριασε ούτε τους νόμους των θεών, ούτε το δίκιο των ανθρώπων, ούτε το δεσμό αίματος που τον συνέδεε με τους ανθρώπους που θέλησε ν’ αδικήσει. Προσποιήθηκε λοιπόν ότι προσφέρεται να βοηθήσει και τον Πελία - όπως έγινε με τον Αίσονα - να αποχτήσει το σφρίγος, τη δύναμη και την αντοχή της νεότητάς του. Πλησίασε λοιπόν τις τέσσερις ανόητες κόρες του γερο-βασιλιά και προσπάθησε να τις πείσει ότι έπρεπε να του κάνουν τα μάγια του ξανανιώματός του, που αυτή θα τους υποδείκνυε. Αλλά, επειδή αυτές ήταν δύσπιστες και αναποφάσιστες, για να τις πείσει, έσφαξε ένα γέρικο κριάρι, το έκανε μικρά μικρά κομμάτια και το έβαλε μέσα σε μια χύτρα για να βράσει.
Με τα τεχνάσματα όμως που αυτή κάτεχε, έκανε ν’ αναπηδήσει μέσα από τη χύτρα ένα νέο, ζωντανό πρόβατο. Τότε οι τρεις από τις τέσσερις κόρες του Πελία, μένοντας έκθαμβες από τις ικανότητες της μάγισσας, πείστηκαν να κάνουν στον πατέρα τους ό,τι έκανε η Μήδεια με το γέρικο πρόβατο. Μόνο η Άλκηστη είχε τις επιφυλάξεις της και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να εφαρμόσει στον πατέρα της τέτοια τεχνάσματα. Φοβόταν το σκοτεινό πρόσωπο της ξενόφερτης μάγισσας. Διαισθανόταν πως η γυναίκα εκείνη, όχι μόνο δεν είχε την πρόθεση να βοηθήσει τον πατέρα της, αλλ’ απεναντίας ότι επιδίωκε την καταστροφή του. Μάταια, όμως, η Άλκηστη προσπάθησε ν’ αποτρέψει τις αδερφές της να αφεθούν στα παραπλανητικά τεχνάσματα της Μήδειας. Εκείνες, απτόητες, έσφαξαν και κομμάτιασαν τον πατέρα τους και έριξαν τα κομμάτια του στη χύτρα, για να βράσουν. Μάταια, όμως, περίμεναν να ξεπηδήσει από τη χύτρα ένας νέος, ξανανιωμένος Πελίας.
Τα μάγια της Μήδειας δεν έπιασαν για τον κατατεμαχισμένο Πελία: η Μήδεια δεν έδωσε στις τρεις αδερφές το τελετουργικό που έπρεπε να εφαρμοστεί παράλληλα με την ίδια την πράξη του βρασίματος των κομματιών του σώματος· έτσι, η μάγισσα έδειξε το άλλο της πρόσωπο, της εκδικητικότητας, παράλληλα, όμως, ένας άδικος βασιλιάς πλήρωνε με τη ζωή του τις άνομες πράξεις του. Μετά απ’ αυτή την πράξη της Μήδειας να κατακρεουργήσει τον Πελία, ο λαός της Ιωλκού δεν την ήθελε να μείνει στο θρόνο της πόλης, γιατί δεν περίμενε να πάρει από τον Πελία το θρόνο με ειρηνικό τρόπο, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε γίνει από την αρχή ανάμεσά του Ιάσονα και του Πελία, αλλά με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο, που έκανε να νιώθουν φρίκη ακόμα και οι ίδιοι οι θεοί.
Γιατί τέτοιες φρικιαστικές πράξεις δεν τις ανέχονταν ούτε ακόμα και οι θεοί, που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συνηθισμένοι να βλέπουν διαχρονικά την αγριότητα, τη σκληρότητα και βαναυσότητα των ανθρώπων σ' όλη τους την ένταση. Ο Ιάσονας ντρεπόταν ακόμα και το γιο του Πελία, Άκαστο, που, αν και ο πατέρας του είχε αντιταχθεί στη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία, εκείνος πήρε μέρος σ' αυτή, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα. Γι’ αυτό προτίμησε ν’ αφήσει το θρόνο της Ιωλκού στον Άκαστο και να αποσυρθεί με τη Μήδεια στην Κόρινθο. Γιατί από όλες τις πόλεις της στερεάς Ελλάδας, μόνο αυτή άνηκε στη δικαιοδοσία του θεού Ήλιου, πράγμα που σήμαινε ότι αποτελούσε νόμιμη κληρονομιά της Μήδειας, αφού ήταν εγγονή του. Πράγματι, οι Κορίνθιοι ανέκαθεν τιμούσαν το θεό Ήλιο ως το μεγαλύτερο απ' όλους τους άλλους θεούς.
Η Αργοναυτική Εκστρατεία παρέμεινε γνωστή στην Ιστορία και τη Μυθολογία ως μια από τις μεγαλύτερες περιδιαβάσεις και περιπέτειες της αρχαιότητας, παράλληλα με την Οδύσσεια του Οδυσσέα και την Αινειάδα του Αινεία. Πολλοί νεότεροι συγγραφείς έχουν εμπνευστεί από την Εκστρατεία αυτή και ονομάζουν διάφορες περιπέτειες τους με τ’ όνομά της, ενώ ονομάζουν τους ήρωές τους Αργοναύτες. Ιστορικά, μερικοί φαίνεται να ταυτίζουν την Αργοναυτική Εκστρατεία με το Β’ Ελληνικό Αποικισμό, που άρχισε στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ, με κύρια αίτια την οικονομική και πολιτική εξέλιξη. Ενώ, όμως, χωρικά ο Β’ Ελληνικός Αποικισμός και η Αργοναυτική Εκστρατεία αντιστοιχούν σε πολλά σημεία, εκτός από μερικά (Ανατολική Ισπανία, Νότια Γαλλία, Νότια Ιταλία, νότια παράλια Ουκρανίας), χρονικά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση, αφού απέχουν τουλάχιστον 6 αιώνες μεταξύ τους.
Το πλοίο Αργώ έδωσε το όνομά της σε ένα αστερισμό του Νότιου Ημισφαιρίου, που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα, εκτεινόμενος ακόμη και στο Γαλαξία· διακρίνεται σε τέσσερις ομάδες, την Πρύμνη (Puppis), την Ιστία (Vella), την Πυξίδα (Pyxis) και την Τρόπιδα (Carina). Ο Κανωπός, ένα αστέρι του αστερισμού, είναι το δεύτερο λαμπρότερο, μετά το Σείριο. Αργώος λιμένας ονομάστηκε αρχαίο λιμάνι στο νησί Αιθαλία (Έλβα), κοντά στο σημερινό Πορτοφεράγγιο, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, απέπλευσε εκεί ο Ιάσονας, ψάχνοντας για την Ωγυγία. Αργοναυτικά ονομάζεται το καλύτερο από τα έπη των Αλεξανδρινών χρόνων, έργο του Απολλώνιου του Ροδίου, που αποτελείται από 5835 εξάμετρους στίχους, διακρίνεται σε 4 βιβλία και εξιστορεί τις περιπέτειες του Ιάσονα.
Τέλος, Αργοναύτης ονομάζεται τύπος ιστιοφόρου εκπαιδευτικού πλοίου (μήκος 3,80m, πλάτος 1,42m, επιφάνια ιστίων 10 sq. m), είδος μαλακίων της οικογένειας των οκταπόδων, που μπορούν να βρεθούν στις θερμές θάλασσες, ισπανικό δίκροτο με 92 πυροβόλα και πλήρωμα 798 ανδρών, που καταστράφηκε εντελώς κατά την ιστορική ναυμαχία του Trafalgar, όπως επίσης και γαλλικό δίκροτο, με 74 πυροβόλα και 740 άνδρες, που συμμετείχε στην ίδια ναυμαχία, απέφυγε, όμως, μαζί με άλλα πέντε, την καταστροφή.
Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι!
|
|
| |