Οι ιδιότητες του Ηρακλή στον Εύξεινο Πόντο
Ο Ηρακλής, ο αήττητος γιος του Δία, συνδέθηκε με τις μυθολογικές παραδόσεις του Εύξεινου από την εποχή της ίδρυσης των αποικιών Από τις πλέον δημοφιλείς μορφές της ελληνικής μυθολογίας, με ανατολικές καταβολές και με πρόσβαση εξίσου στο ηρωικό-χθόνιο και στο θεϊκό επίπεδο, ο Ηρακλής εμφανίζεται στον Εύξεινο άλλοτε ως ιδρυτής και προστάτης πόλεων και άλλοτε ως πρόγονος των τοπικών φύλων, νομιμοποιώντας τον αποικισμό και συνδέοντας ιδεολογικά όλη την περιοχή του Εύξεινου με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Ο ρόλος του ως ιδρυτή, επώνυμου ήρωα, απελευθερωτή και προστάτη είναι εμφανής στην περίπτωση της Ηράκλειας Ποντικής που φέρει το όνομά του. Η ιδέα του Ηρακλή ως προστάτη και συμμάχου του τοπικού φύλου των Μαριανδυνών, που τοποθετείται στην περίοδο της αργοναυτικής εκστρατείας, με αποτέλεσμα την παραχώρηση στους αποίκους γης για την ίδρυση της πόλης, αποτυπώθηκε στο μύθο που παραδίδει ο Απολλώνιος Ρόδιος. Με την Ηράκλεια Ποντική, όπου η μυθολογική παράδοση τοποθετεί το σημείο της καθόδου του Ηρακλή στον Άδη, συνδέεται και ο σχετικός με τον Κέρβερο άθλος του Ηρακλή.
Η μορφή του ταυτίστηκε σταδιακά, κατά μία άποψη, με τον τοπικό ήρωα Ίδμωνα και τη χερσόνησο της Αχερουσίας, όπου φαίνεται να υπήρχε ιερό του και η συνδεόμενη μ’ αυτό το ιερό σπηλιά που οδηγούσε στον Άδη.
Η σημασία της λατρείας του στην Ηράκλεια, ιδίως κατά την Ελληνιστική εποχή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Πτολεμαίος Γ΄ ο Ευεργέτης έχτισε εκεί, με δικά του χρήματα, ναό του Ηρακλή από μάρμαρο.
Κατά την Ελληνιστική εποχή, την περίοδο της αναβίωσης των ελληνικών παραδόσεων, στην ηρωική του υπόσταση βασίστηκε η λατρεία του ως προστάτη των εφήβων και κατ’ επέκταση των γυμνασίων και των παλαιστρών. Στην Ιστρία, η λατρευτική ένωση των Ηρακλειωτών δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη λατρεία του. Ως προστάτης των εφήβων ο Ηρακλής λατρεύτηκε επίσης στη Μεσημβρία και στην Αμισό.
Η περιοχή του Δνείστερου και η πόλη Τύρας, ως τόπος λατρείας του Ηρακλή συνδέθηκαν με τον ήρωα μέσω της παράδοσης για την ύπαρξη σ’ αυτή την περιοχή αποτυπώματος του ποδιού του. Χαρακτηριστικό στοιχείο της διάδοσης της λατρείας του στην περιοχή του Κιμμερίου Βοσπόρου είναι ο αιτιολογικός μύθος περί του ιερού Απάτουρον πλησίον της Φαναγόρειας, που τον συνδέει με τη λατρεία της Αφροδίτης. Επιπλέον, στη σχέση του με τη λατρεία του Απόλλωνα φαίνεται να οφείλεται η εμφάνιση, την περίοδο της διακυβέρνησης των Σπαρτοκιδών, παραστάσεών του ή των συμβόλων του στα νομίσματα του Βοσπόρου.
Πηγή: ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Κύμη της Ιταλίας μαντείο του Απόλλωνα
Η Κύμη ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας στην περιοχή της Καμπανίας, βορειοδυτικά της Νάπολης. Εκεί ιδρύθηκε η πόλη από τους κατοίκους της Ευβοίας από την Χαλκίδα και την Κύμη στα μέσα του 8ου αιώνα. Ήταν η πρώτη ελληνική αποικία στην Ιταλική ενδοχώρα και από τις πρώτες αποικίες που ιδρύθηκαν κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό . Το ελληνικό αλφάβητο μεταφέρθηκε στην Ιταλία από τους Κυμαίους αποίκους, όταν ίδρυσαν την ομώνυμη πόλη το 754 π.Χ. στην Κάτω Ιταλία, κοντά στη Ρώμη! Εκεί το ελληνικό αλφάβητο μετεξελίχθηκε στο λατινικό και ,αφού επικράτησε στους Λατίνους (Ρωμαίους), διαδόθηκε τελικά στη δύση. Επιπλέον άποικοι της Κύμης ίδρυσαν την πόλη Παρθενόπη (στην αρχαιοελληνική μυθολογία ήταν μια από τις Σειρήνες),η οποία και είναι γνωστή και ως Νέα Πόλη ή Νεάπολη!!!
Η Κυμαία Σίβυλλα η Δημώ ή Δημοφίλη ήταν ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στην Κύμη. Η Σίβυλλα αυτή ήταν η διασημότερη στον Ρωμαϊκό κόσμο, αντίστοιχα με την Σίβυλλα της Ερυθραίας για τον ελληνικό κόσμο. Το ιερό της Κυμαίας Σίβυλλας ανασκάφηκε το 1932 Πρόκειται για μια σπηλιά, στο πιο απόμακρο σημείο της οποίας βρίσκονται τρία διαμερίσματα με σταυρωτή διάταξη. Αυτά ήταν τα δωμάτια των μαντείων. Στο μικρότερο δωμάτιο αριστερά η Κυμαία Σίβυλλα έγραφε τους χρησμούς σε φύλλα που έπαιρνε ο άνεμος, αρχικά ως φορέας των απόψεων της Ήρας και αργότερα του Απόλλωνα.
. . . Τα ιερά βιβλία της Κυμαίας Σίβυλλας εφύλασον εις το Καπιτώλιον. Έφερε δε το όνομα Αμάλθεια – Δημοφίλη, έγραφε δε τους χρησμούς της εις φύλλα δρυός. (...) Η περιοχή της Κύμης γέμει σήμερον πολλών δρυών και τα εγγύς αυτής βυρσοδεψεία αποδεικνύουσι την εκμετάλλευσιν του επιλεγομένου βαλανιδίου του χρησιμοποιουμένου δια την βαφήν δερμάτων. Πολλάς όμως δρυς έχει η περιοχή των υψιπέδων, η ευρισκομένη εις τα όρια των Δήμων Αυλώνος και Ταμινείων . .
(Από το σύγγραμμα του Νικολάου Ξενοφών Καράπα)
Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα χαρακτηριζόταν η οποιαδήποτε γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα (χωρίς να ερωτηθεί), όταν περιερχόταν σε έκσταση , μελλοντικά συμβάντα (συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά). Αυτό συνέβαινε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γιατί δεχόταν την επίσκεψη ενός θεϊκού πνεύματος.
Οι Σίβυλλες δεν είχαν σχέση εργασίας με κάποιο μαντείο. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις Σίβυλλες και στις προφήτιδες των διάφορων μαντείων είναι ότι οι δεύτερες, όπως π.χ. η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών, προφήτευαν μόνο απαντώντας σε καλώς καθορισμένα ερωτήματα, ενώ οι Σίβυλλες προφήτευαν χωρίς να δεχθούν προηγουμένως ερωτήσεις. Οι παραδόσεις για τις Σίβυλλες είναι αρχαιότατες. Φαίνεται ότι σχετικές παραδόσεις από τις χώρες της Μέσης Ανατολής πέρασαν στον ελληνικό χώρο μέσα από τη Μικρά Ασία σε εποχή που επικρατούσαν μυστικιστικές τάσεις και δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο φιλοσοφικός στοχασμός στα παράλια της Ιωνίας.
Η πίστη των αρχαίων λαών στην ευαίσθητη και διαισθητική φύση της γυναίκας συνετέλεσε ώστε πολλά αποφθέγματα σε τύπο χρησμού ή προφητείας να τα αποδίνουν σε μια Σίβυλλα και έτσι σιγά-σιγά εμπλουτίσθηκε η παράδοση. Πολλές φορές τους αποδίνονταν προφητείες μετά από μεγάλα γεγονότα, κι επειδή αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό, έκανε τον κόσμο να δίνει προσοχή στις προφητείες της Σίβυλλας. Δημιουργήθηκε έτσι μια πλούσια συλλογή από σιβυλλικούς χρησμούς, των οποίων η επίδραση στον λαό ήταν αισθητή μέχρι τον Μεσαίωνα.
Τα Καδμεία Μαντεία στην Βοιωτία
Από την Οδύσσεια του Ομήρου μαθαίνουμε ότι τα δύο αδέλφια Αμφίων και Ζήθος, ήταν οι ιδρυτές της Θήβας και αυτοί έκτισαν τα μεγάλα τείχη στην πόλη, αλλά σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και άλλους, ήταν ο Κάδμος, του οποίου την αδελφή Ευρώπη απήγαγε ο Δίας, μεταμφιεσμένος ως ταύρος, από την Αίγυπτο στην Κρήτη, όπου και γέννησε τα τρία παιδιά της, Μίνωα, Ραδάμανθο και Σαρπέδων.
Όπως ο μύθος λεει ο Κάδμος αναζητώντας την αδελφή του έφθασε στους Δελφούς, και εκεί το μαντείο του είπε να ακολουθήσει μία αγελάδα και να χτίση μία πόλη, όταν το ζώο θα σταματήσει να ξεκουραστεί. Σύμφωνα με την παράδοση, η αγελάδα σταμάτησε στο σημείο όπου κτίσθηκε αργότερα η Ακρόπολη, τα Καδμεία.
Υπάρχουν αρκετοί μύθοι γύρω από τα κατορθώματα του Κάδμου. Σκότωσε τον Δράκο (απόγονο του Άρη), ο οποίος φύλαγε την πηγή Αρεία. Η θεά Αθηνά του είπε να σπείρει τα δόντια του δράκου στην γη και από εκεί ξεφύτρωσαν αρματωμένοι άνδρες, οι Σπαρτοί, οι οποίοι σκότωσαν ο ένας τον άλλο και επέζησαν μόνο πέντε (Χθόνιος, Εχίων, Υπερήνωρ, Πηλωρός, Ουδαίος). Από αυτούς τους πέντε προήλθαν οι αριστοκρατικές οικογένειες των Θηβών, οι οποίες ονομάζονταν Σπαρτοί Υπάρχουν επίσης μύθοι που αναφέρονται γύρω από τις τέσσαρες κόρες του Κάδμου. Μία από αυτές, η Αγκάβη, παντρεύτηκε τον Εχίωνα και κατά την διάρκεια της βασιλείας του ο Θεός Διόνυσος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και καθιερώθηκαν οι λατρείες προς τιμήν του. Ο Κάδμος και ο φημισμένος μάντης Τειρεσίας τον αποδέχτηκαν (τον Θεό Διόνυσο), Όχι όμως και ο Πενθέας, ο γιος της Αγκάβης, ο οποίος αντιτάχθηκε στις άγριες τελετουργίες.
Ο Διόνυσος πήρε εκδίκηση γι' αυτό με την βοήθεια της μητέρας του Αγκάβης, που μέσα σε ένα Βακχικό παροξυσμό, τον έκοψε κομμάτια και έφερε το κεφάλι του στις Θήβες.
Ο Κάδμος με την γυναίκα του αποσύρθηκαν στην Ιλλυρία. Μετά τον θάνατο του οι θεοί επέτρεψαν να εισέλθει στα απρόσιτα για τους πολλούς, Ηλύσια.
Το μαντείο του θεού Απόλλωνα που χαρακτηριζόταν «αψευδές», δηλαδή, αλάθητο στους χρησμούς Ο ναός σαν συγκρότημα περιελάμβανε: Το ναό του Απόλλωνα, το μαντικό σπήλαιο, το ναό της Προναίας Αθηνάς, ένα θέατρο, μια μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης νερού, λουτρά, οικοδομήματα για τους ιερείς, δημοσίους λειτουργούς και επισκέπτες και ένα θόλο αγνώστου αποστολής, που ήταν στο χαμηλότερο μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων. Από το επιγραφικό υλικό, που προέκυψε από τις ανασκαφές, πληροφορούμαστε ότι το μαντείο του Απόλλωνα αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων «Το κοινό των Βοιωτών
Το μαντείο λειτουργούσε από τα πανάρχαια χρόνια, μπορεί να πει κανείς, από τα χρόνια της εγκατάστασης της Απολλωνίου λατρείας στους Δελφούς και την Βοιωτία. Εθεωρείτο «Αψευδές» δηλαδή αλάθητο και «Πολύφωνος» επειδή έδινε χρησμό σε ξένη γλώσσα (άλλη απ’ αυτή που ομιλούνταν στην Βοιωτία).
Το Σπήλαιο –μαντείο ήταν μια θολωτή κατασκευή σε βάθος 5-6 μέτρα. Βρισκόταν νότια του ναού και πολύ κοντά του. Με πήλινο αγωγό έφερναν στο σπήλαιο το αγιασμένο νερό το οποίο έτρεχε από την οροφή του από ένα μεταλλικό αγωγό. Ο Προφήτης και ο Μάντης «εμαντεύονταν» πίνοντας με απόκρυφη μυσταγωγική τελετουργία το αγιασμένο νερό
Μια διακοπή της λειτουργίας του μαντείου έγινε για διάστημα εικοσιπέντε χρόνων, συγκεκριμένα, από την καταστροφή των Θηβών από τον Μέγα Αλέξανδρο (335 π.χ) έως την ανοικοδόμησή του από τον Κάσσανδρο (310 π.χ).
ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ: Παυσανίου Ελλάδος περιηγήσις βιβλίο Βοιωτικά κεφ
Μαντείο Διώνης στη Δωδώνη
Το όνομα Δωδώνη πιθανόν προήλθε από την ομώνυμη ωκεάνιδα Νύμφη ή από τον Δώδωνο ποταμό. Η πόλη είναι γνωστή και από το πασίγνωστο και αρχαιότερο Μαντείο της, όπου στον χώρο αυτό από τον 30ο αιώνα λατρευόταν η Θεά Γη στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Από 20ο με 19ο αιώνα, οι Σελλοί της Ελλοπίας καθιέρωσαν τη συν-λατρεία του Θεού Διός Δωδωναίου και της Θεάς Διώνης.
Στο χώρο λατρευόταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και η σύζυγός του Διώνη ( ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που σχηματοποιεί μαζί του «Ιερό Ζεύγος», στην οποία, ως θεομητέρα, προσετέθη αργότερα και τη Θεά Αφροδίτη ως Ζεύς Δωδωναίος«Κόρη» ).
Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν κατά γης ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια
Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήσαν μόνον άνδρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι «Πελειάδες» που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !» ( Ο Ζευς ήταν, ο Ζευς είναι, ο Ζευς θα είναι. Ω, Μεγάλε Δία ! ). «ΚΑΤΑΡΧΑΣ ΜΕΝ ΟΥΝ ΑΝΔΡΕΣ ΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΟΝΤΕΣ. ΥΣΤΕΡΟΝ Δ ΑΠΕΔΕΙΧΘΗΣΑΝ ΤΡΕΙΣ ΓΡΑΙΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΣΥΝΝΑΟΣ ΤΩΙ ΔΙΙ ΠΡΟΣΑΠΕΔΕΙΧΘΗ ΚΑΙ Η ΔΙΩΝΗ»
Φαίνεται όμως πως στη Δωδώνη ήταν πιο σημαντική και μάλλον παλαιότερη, μία άλλη μέθοδος: η μαντική από τυχαίους ήχους ή από τα θροΐσματα της ιερής δρυός και τους ήχους από τους χάλκινους λέβητες που την κοσμούσαν.
Οι χρησμοί του Μαντείου δίδονταν μετά την ακρόαση του θροΐσματος της Ιεράς Φηγού ( Δρυός ), του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, του κελαηδήματος των περιστεριών που διέμεναν επάνω στην Φηγό ( Πέλειες ή Πελειάδες ), καθώς και του ήχου των λεβήτων που ήσαν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου ( μεγάλος λέβητας ) που ήταν αναρτημένος επάνω σε αυτό.
Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο. Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στην αχαϊκή πόλη των Φαρών υπήρχε στην αγορά ένα άγαλμα του Ερμή. Ο ενδιαφερόμενος να συμβουλευτεί το θεό, το πλησίαζε και ψιθύριζε στο αυτί του το ερώτημα. Στη συνέχεια απομακρυνόταν κρατώντας κλειστά τα αυτιά του, τα οποία ελευθέρωνε μόνο αφότου είχε βγει από την αγορά. Η πρώτη φράση που θα άκουγε αποτελούσε και το χρησμό του θεού.
Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον.
Η μεγάλη λατρευτική παράδοση της ιερής φηγού (βελανιδιάς) και των αρχαίων κτισμάτων, συνεχίζεται από τον 4° αιώνα μ.Χ. με την Χριστιανική πίστη, όπως αποδεικνύεται από τα ερείπια της χριστιανικής βασιλικής του 5ου και 6ου αιώνα
Χαρώνειον άντρον του Αχάρακα
Αχάρακα ήταν αρχαία Μικρασιατική πόλη στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, στην σημερινή Τουρκία.
Βρισκόταν πάνω στον αρχαίο δρόμο από τις Τράλλεις στη Νύσσα και φημιζόταν για το μαντείο της που ήταν αφιερωμένο στον Πλούτωνα. Το μαντείο ήταν μια σπηλιά , το Χαρώνειον άντρον, όπου ο χρησμός έβγαινε με την ερμηνεία των ονείρων, εκεί πήγαιναν ασθενείς οι οποίοι κοιμόντουσαν εκεί και την άλλη μέρα οι ιερείς ερμήνευαν τα όνειρα τους . Κάθε χρόνο γινόταν γιορτή όπου αφηνόταν ένας ταύρος στο σπήλαιο-μαντείο όπου πέθαινε αμέσως από τις αναθυμιάσεις. Δίπλα στο σπήλαιο ήταν ο ναός του Πλούτωνα το άλσος.
Η πόλη έχει ανασκαφή , 3 χιλιόμετρα από την αρχαία Νύσσα, και έχει βρεθεί ο ναός του Πλούτωνα αλλά όχι το Χαρώνειον άντρον
Μαντείο θεάς Δήμητρας, στην Πάτρα
Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII 21, 12), ζητούσαν συμβουλές από το μαντείο αυτό για θέματα υγείας. Κρεμούσαν έναν καθρέφτη με ένα λεπτό σκοινί και τον κατέβαζαν μέχρι την πηγή του μαντείου, προσέχοντας να μη βυθιστεί στο νερό, αλλά να ακουμπάει μόλις στην επιφάνειά του. Μετά από προσευχή στη θεά Δήμητρα και θυσία (καύση λιβανιού), κοίταζαν μέσα στον καθρέφτη που έδειχνε τον ασθενή νεκρό ή ζωντανό
Αμφιάρειο του Ωρωπού – Αμφιάραος.
Ο Αμφιάραος ήταν μια από τις ευγενέστερες και σεβαστές μορφές της Ελληνικής Μυθολογίας. Γιος του Οικλέους και εγγονός του Μελαμπύδός από τον οποίο κληρονόμησε την μαντική τέχνη και τις θεραπευτικές του γνώσεις.
Συμβασίλευε στο Άργος με τον Άδραστου του οποίου την αδελφή Εριφύλη επήρε ως σύζυγο. Όταν ο Πολυνείκης γιος του Οιδίποδα διωγμένος από τον αδελφό του Ετεοκλή ήρθε στο Άργος ζητώντας βοήθεια για να καταλάβει την Θήβα ο Αμφιάραος αρνήθηκε, αφ’ενός διότι θεώρησε άδικη την εκστρατεία αφ’ ετέρου (αφού ήταν μάντης), επειδή γνώριζε πως όσοι θα έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία αυτή, θα εύρισκαν τον χαμό τους, εκτός από τον Άδραστο, προσπάθησε λοιπόν να παρασύρει και τους άλλους αρχηγούς να μην εκστρατεύσουν.
Αλλά ο Πολυνείκης χάρισε το περίφημο περιδέραιο της Αρμονίας (γυναίκα του βασιλιά της Θήβας Κάδμου) στην Εριφύλη Εκείνη τότε ανάγκασε τον άνδρα της Αμφιάριο να πάρει μέρος στην εκστρατεία με άλλους έξη αρχηγούς (επτά επί Θήβας του Αισχύλου). Φεύγοντας ο Αμφιάριος για τον πόλεμο άφησε εντολή στα παιδιά του Αμφίλοχο και Αλκμέωνα να εκδικηθούν τον θάνατο του όταν μεγαλώσουν, πράγμα που έκανε ο Αλκμέων σκοτώνοντας την μητέρα του Εριφύλη. Μετά το οικτρό τέλος της εκστρατείας, κατά την οποία φονεύθηκαν και τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης ο Αμφιάραος φεύγοντας προς την Αττική καταδιωχθεί από τον Περικληγένου γιο του Ποσειδώνος και θα σκοτωνόταν αν ο Ζευς δεν επενέβαινε ανοίγοντας χάσμα στη γη με κεραυνό, που κατάπιε τον Αμφιάραο με το άρμα του και τον ηνίοχο του αποφεύγοντας τον επονείδιστο θάνατο. Ο Αμφιάραος τιμήθηκε και λατρεύτηκε σαν Θεός Ιερά του Αμφιάραου υπήρχαν στο Άργος, Σπάρτη, Αθήνα και αλλού,
Πηγή: (Κ. Σταθόπουλος, φαρμακοποιός)