Πέμπτη, 28-ΜΑΡ-2024, 6:37 PM
Welcome Ξωτικό | RSS


Νεκρομαντεία

Αρχαία Ελληνικά Νεκρομαντεία και Μαντεία
Αυτό που απεξαρτοποιεί την Νεκρομαντεία από την προγονική λατρεία είναι η στάση που τηρεί απέναντι στους νεκρούς. Ο νεκρομάντης επικοινωνεί με ένα προσβάσιμο πνεύμα που μπορεί να κατέχει πληροφορίες που αυτός χρειάζεται και που δεν εναντιώνεται της θέλησης του νεκρού. Νεκρομάντες πολλές φορές ανάγκαζαν τις ψυχές να αποκαλύψουν τα μυστικά τους ενάντια στη θέλησή τους, το οποίο είχε αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο.
Μαντεία θεωρούνταν ΟΙ πύλες μέσω των οποίων οι θεοί μίλησαν  απευθείας στον άνθρωπο
Η Παραδοσιακή Νεκρομαντεία βασιζόταν πάνω στη χρήση των λειψάνων του νεκρού ως γέφυρα επικοινωνίας με την "σκιά" του νεκρού ατόμου. Τέτοια λείψανα ήταν κόκαλα, δέρμα, μαλλιά και νύχια του πτώματος, και μέλη του σώματος όπως χέρια, δόντια και μάτια. Το κρανίο θεωρούσαν πως ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, μιας και "στέγαζε" τα όργανα των αισθήσεων της όρασης και ακοής, τις αισθήσεις με τις οποίες ο νεκρός αποκτούσε μυστικά. Σήμερα οι γνώσεις πάνω στην χρήση λείψανων έχει χαθεί, λόγω της έντονης διαμαρτυρίας που προκαλούσε η βεβήλωση των νεκρών, οπότε και η «παραδοσιακή» επίκληση νεκρών δεν είναι πλέον εφικτή.
Η αποθνήσκουσα  ψυχή πίστευαν πως είναι πιθανό να κατέχει σημαντικές πληροφορίες μέσω δύο περιόδων: τι έχει δει ή ακούσει ενώ ζούσε και τι έχει δει ή κάνει μετά θάνατον. Συχνά οι Νεκρομάντες καλούσαν μία "σκιά" για να ανακαλύψουν το κρυφό μέρος/ τόπο ενός θησαυρού που το άτομο φημολογείται πως κατείχε εν ζωή. Πίστευαν ακόμα πως οι νεκροί είχαν πρόσβαση σε μυστικιστική γνώση και κάποιες φορές τους καλούσαν για να διδάξουν τον Νεκρομάντη τέχνες μαγείας πλέον μη διαθέσιμες μέσω κάποιου άλλου παράγοντα, τέχνες που μαθεύτηκαν κατά την μεταθανάτιο περίοδο
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που περιείχαν μαντεία και 96 αποστολές με σκοπό την αίτηση συμβουλής από κάποιο μαντείο, εκ των οποίων οι 53 απευθυνόντουσαν στο μαντείο των Δελφών. Η προφητεία και η μαντική τέχνη εμφανίζονται να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, η μαντική ήταν η επιστήμη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της μαντικής τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρμοζόταν με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών. Η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες» παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης όρνις - οιωνός. Σημασία δινόταν για την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των οιωνών. Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η μελέτη των ουράνιων σημείων, των κεραυνών και των σεισμών. Ακόμα μπορούσαν να μελετήσουν και μία σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στα όνειρα, που θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συμβουλές από τους θεούς, όπως γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού. Πολλοί μάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί (κυρίως το συκώτι), ή την φλόγα που έκαιγε στο βωμό του θυσιαστήριου

Πηγή :Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση

Ο ναός του Ταινάριου Ποσειδώνα
Το όνομα Ταίναρον ως λέξιν προελληνικήν ητυμολόγησαν μερικοί από την ρίζαν ταιν-, την οποίαν συναντώμεν εις την λέξιν ταινία και την κατάληξιν -αρος, που φανερώνει πλησμονήν (όπως το σθεν - αρός, λιπ - αρός κ.λπ.). Ελέχθη δηλ. έτσι το ακρωτήριον δια το πολύ μήκος το οποίον έχει η χώρα. . .
Η περιοχή αυτή, η οποία σήμερον παραμένει έρημος, κατά την αρχαιότητα ήτο σημαντικός τόπος λατρείας. Ο χώρος κατ' αρχάς ήτο αφιερωμένος εις τον Ήλιον, του οποίου τα αναρίθμητα πρόβατα με τα δασύτριχα μαλλιά έβοσκαν εκεί ελεύθερα. Εδώ είχαν σταματήσει θαυμάζοντες το θέαμα των προβάτων, οι Κρήτες της Κνωσού, ταξιδεύοντας προς την Πύλον, τους οποίους ο θεός Απόλλων παρηκολούθει, θέλων να τους κάμη κοινωνούς της λατρείας του και πρώτους ιερείς εις το Μαντείον των Δελφών
Η λατρεία του Ηλίου εταυτίσθη με την του Απόλλωνος. Και λέγει η παράδοσις ότι ο Απόλλων παρεχώρησε το Ταίναρον εις τον Ποσειδώνα και αντ’ αυτού έλαβε την υπό του Ποσειδώνος κατεχομένην Πυθώ (Δελφούς), όπου ίδρυσε το περίπυστον κατά την αρχαιότητα Μαντείον με πρώτους ιερείς τους Κρήτας της Κνωσού οι οποίοι, ταξιδεύοντες προς την Πύλον, προσήγγισαν εις το Ταίναρον.
Έκτοτε επί του Ταινάρου ελατρεύετο πλέον ο Ποσειδών και όπως λέγει ο Παυσανίας, «επί τη άκρα ναός εικασμένος σπηλαίω και προ αυτού Ποσειδωνος άγαλμα».
( Δικαίου Βαγιακάκου δ.φ., του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, Προέδρου της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών)

Στο Ακρωτήριο Ταίναρο (Κάβο Ματαπάς)  τόσο από τον Παυσανία, όσο και από τον Πλούταρχο βρίσκεται ο ναός  του Ταινάριου Ποσειδώνα, τον οποίο λάτρευαν   οι  Λάκωνες και αποτέλεσε κέντρο του "Κοινού των Ελευθερολακώνων". Είναι πολύ πιθανό ο ναός του Ποσειδώνα να βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το εκκλησάκι του Ασωμάτου, το οποίο για να χτιστεί χρησιμοποιήθηκαν υλικά από τον αρχαίο ναό, ως συνηθίζονταν.
Στο μικρό αυτό και απομονωμένο σπήλαιο του Ταινάρου υπάρχει   το  νεκρομαντείου του Ποσειδώνα ή Ψυχοπομπείου  οποίος αρχικά λατρευόταν από τους Έλληνες ως υποχθόνιος θεός και κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου.
Το σπήλαιο του Ταινάρου λοιπόν, όπως και άλλοι πολλοί χώροι στην Ελλάδα με χθόνιες λατρείες, δεν άργησε να θεωρηθεί ως «κατάβαση» στον 'Aδη, και να αποτελέσει για τους αρχαίους την πρώτη ίσως πύλη για το υπόγειο βασίλειο του Πλούτωνα (το νεκρομαντείο του Ταινάρου ήταν πολύ πιθανόν το αρχαιότερο νεκρομαντείο στην Ελλάδα).
Εκεί λέγετε πως υπήρχαν οι Πύλες του Άδη..
Το όνομά του οφείλεται στον επώνυμο μυθικό ήρωα και οικιστή Ταίναρο, γιο του Δία που έκτισε την ομώνυμη πόλη Ταίναρο επί του ισθμού της Ακρωταινάριας χερσονήσου
Μέσα σε μια σπηλαιώδη εσοχή του βράχου, στον ορμίσκο, τοποθετείται το ιερό άδυτο του Ποσειδώνα.
Εκεί πιστεύεται  ότι βρίσκονταν οι Πύλες του ‘Αδη που τις φρουρούσε ο τερατώδης και τρομερός τρικέφαλος και χαλκόφωνος σκύλος Κέρβερος. Από το Ταίναρο κατέβηκε ο Ηρακλής στον κάτω κόσμο και έφερε τον Κέρβερο στην γη κατά τον τελευταίο του άθλο. Επίσης από εκεί κατέβηκε και ο Ορφέας για να φέρει πίσω την αγαπημένη του σύζυγο Ευρυδίκη από τα σκοτάδια του Αδη στο φως, όμως δεν τα κατάφερε, ενώ στο Ταίναρο κατέφυγε και ο Σπαρτιάτης Παυσανίας ο ΄Αρπαλος που έκλεψε τους θησαυρούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Παρά το γεγονός ότι τα οικοδομικά υλικά του ναού του Ποσειδώνα έχουν εξαφανιστεί, τα λαξεύματα στον βράχο δείχνουν τον τρόπο που θεμελιώθηκε ο ναός.
Ο λατρευόμενος στο Ταίναρο Ποσειδών είχε τα προσωνύμια Ποσειδών ο επί Ταινάρω, Ταινάριος, Ασφάλειος και Πόντιος. Άλλωστε ο Ποσειδών δεν ήταν μόνο θεός της θάλασσας που προστάτευε τους ναυτικούς, αυτός προκαλούσε τρικυμίες αλλά και σεισμούς και παράλληλα μπορούσε να ηρεμεί τη θάλασσα και να σταθεροποιεί τη γη.
Οι λατρευτές  του Ποσειδώνος αποτελούσαν ξεχωριστό σύλλογο και εκαλούντο Ταιναρισταί υπήρχε δε εορτή των Λακώνων που ετελείτο στη Σπάρτη  προς τιμήν του Ποσειδώνος και η οποία εκαλείτο Ταιναριάς ή Ταινάρια.
Ένα από τα πιο ονομαστά και αξιοθαύμαστα αφιερώματα στο ναό ήταν το χάλκινο γλυπτό σύμπλεγμα που παρίστανε τον κιθαρωδό Αρίωνα πάνω σε δελφίνι. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία , στην περιοχή υπήρχε και μια θαυμαστή πηγή που είχε την ιδιότητα να δείχνει σε όσους την κοιτούσαν λιμάνια και πλοία. Αυτή η ιδιότητα έπαψε όταν μια γυναίκα ξέπλυνε μέσα σ’ αυτή ένα μιασμένο ένδυμα.
Οι ντόπιοι λένε ότι η λέξη Κριτήρι, που λέγεται για το Ακροταίναρο δεν σημαίνει Ακρωτήρι, αλλά Κριτήριο των Ψυχών ή Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο Φάρος του Ταινάρου χτίστηκε το 1882 από Γάλλους, ανακαινίστηκε το 1950 και συνεχίζει έως σήμερα ακάθεκτος να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ναυτικούς.
Πηγή :Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση

Το άντρο του Τροφωνίου & το Σοφό Βιβλίο του Πυθαγόρα  
Η Λιβαδειά   η αρχαία πρωτεύουσα της Βοιωτίας Το όνομα Λιβαδειά έγινε ταυτόσημο με τη παγανιστική χθόνια μαγεία και την μυστηριακή μαγεία. Συχνά το μέρος αναφερόταν ως Λεβάδις, από το Λέβις(αρχ. Λέβητας, καζάνι) και Άδης, δηλαδή η Λιβαδειά θεωρούταν πλέον «το καζάνι του Άδη» δηλαδή η είσοδος προς τα καζάνια της κόλασης, τα λεγόμενα κεκολαστήρια, επειδή εκεί οι άνθρωποι έμπαιναν σε πειρασμό να αμαρτήσουν αναβιώνοντας τα αρχαία παγανιστικά μυστήρια λόγω της ύπαρξης του Τροφωνίου Άντρου στην περιοχή.
Στο αρχαίο Τροφώνιο Άντρο ταξίδευαν από παντού και ζητούσαν μελλοντολογικούς χρησμούς πάρα πολλοί άνθρωποι και εκεί είχαν προσφύγει ζητώντας βοήθεια πολύ σπουδαίοι άντρες (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι εκεί ζήτησε χρησμό ο πάμπλουτος βασιλιάς Κροίσος, ο αρχηγός του περσικού στρατού Μαρδόνιος.
Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθολογικός ήρωας για τον οποίο πιστευόταν ότι έχτισε το μαντείο και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο μύθος λεει ότι όταν τελείωσε την κατασκευή, συμβουλεύτηκε ο ίδιος το μαντείο των Δελφών, και όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε ως ανταμοιβή για την υπηρεσία του στο Θεό, εκείνος απάντησε: «Θέλω αυτό που είναι καλύτερο για τον άνθρωπο…  
Το μαντείο απάντησε ότι την Τρίτη μέρα ή επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν. Και έπειτα από τρεις ημέρες, την αυγή, ο Τροφώνιος βρέθηκε νεκρός. Το καλύτερο, λοιπόν, για τον άνθρωπο είναι να πεθάνει ή αν δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο χρησμός ήταν πέραν του δέοντος κυνικός, το καλύτερο βρίσκεται στα πεδία πέρα από το θάνατο η στον Άδη… ένας άλλος θρύλος λεει ότι τον Τροφώνιο τον «τον κατάπιε η γη στην Λιβαδειά».
Ο Λουκιανός αναφέρει και εξιστορεί για τον Μένιππο Είχε καταλήξει να επισκεφθεί τον Άδη για να ζητήσει μία απάντηση στην ερώτηση: Ποια είναι καλύτερη ζωή που πρέπει κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει»; Αρχίζει την αφήγηση του :
Να πάω να βρω τον Τειρεσία τον Βοιωτό για να μάθω από αυτόν, που ήταν μάντης και σοφός, την απάντηση Πετάχτηκα λοιπόν αμέσως από το κρεβάτι μου και πήγα στη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα ένα Χαλδαίο, που ήταν ένας από τους   μαθητές και διάδοχους του Ζωροάστρη, που τον έλεγαν Μυθροβαρζάνη και ύστερα από χίλιες ικεσίες και όρκους, τον κατάφερα να μου δείξει τον δρόμο για τον Άδη…
Ο Χαλδαίος με πήρε κοντά του και πρώτα άρχισε να με λούζει 29 μέρες κατά σειρά κάνοντας αρχή από το νέο φεγγάρι. Με κατέβαζε κάθε πρωί ξημερώματα στον Ευφράτη και όταν έβγαινε ο ήλιος απάγγελνε σ’ αυτόν μια μεγάλη προσευχή, που απ’ αυτήν ούτε λέξη δεν καταλάβαινα, φαινόταν ωστόσο πως επικαλούσε κάποιους θεούς. Ύστερα από την μαγική του προσευχή, και αφού με έφτυνε 3 φορές στο πρόσωπο, γυρίζαμε πίσω στο σπίτι του, χωρίς όμως να βλέπω κανέναν από τους ανθρώπους που έβρισκα στο δρόμο.
Πρώτα μ’ εξάγνισε στον Τίγρητα  με δαδιά και σκοινιά,  το πρωί ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι και μου έδινε οδηγίες… Μου έφερε τούτο το καπέλο την προβιά του λιονταριού, και μου ‘δωσε να κρατώ τη λύρα, και με πρόσταξε, αν με ρωτήσει κανείς στο δρόμο για το όνομα μου, να μην πω ότι με λένε Μένιππο, αλλά Ηρακλή η Οδυσσέα, η Ορφέα……αφού περάσαμε και την λίμνη, φτάσαμε σε ένα μέρος έρημο, που ήταν γεμάτο από δέντρα, που δεν το έβλεπε ο ήλιος… στο τέλος, ο Μυθροβαρζάνης, κρατώντας δαυλό αναμμένο και με δυνατή φωνή, επικαλούνταν φωνάζοντας όλα τα δαιμόνια μαζί, και τις Τιμωρίες και τις Ερινύες, και τη μαύρη Εκάτη και τη φοβερή Περσεφόνη ανακατεύοντας μαζί με τα ονόματα αυτά και μερικές άλλες βαρβαρικές, άγνωστες μου, θεότητες που τα ονόματα τους ήταν δύσλεξα και μακρόλεξα.
Αμέσως τότε, όλος ο τόπος τραντάχτηκε, και όταν ειπώθηκε η μαγική προσευχή η γη σχίστηκε και ακούστηκε από μακριά η κραυγή του Κέρβερου και με κατάκλυσε φόβος και τρόμος. …Και ο βασιλιάς τον νεκρών κάτω από την γη φοβήθη’. Γιατί φαίνονταν τα πιο πολλά ,μέρη του Άδη, και λίμνη και ο πυριφλεγέθων ποταμός και του Πλούτωνα τα ανάκτορα…»
Έπειτα από πολλές παράξενες περιηγήσεις στον κάτω κόσμο και συναντήσεις με πνεύματα στο βασίλειο των σκιών, ο Μένιππος διηγείται το τέλος της περιπέτειας του: «Ήταν πια αργά, και τότε εγώ είπα στον Μυθροβαρζάνη εμπρός, γιατί αργοπορούμε και δεν γυρίζουμε στην επάνω ζωή;» Αυτός μου απάντησε: «Μην ανησυχείς Μένιππε θα σου δείξω ένα μονοπάτι που θα σε βγάλει γρήγορα και εύκολα…» «Και αμέσως με έφερε σε ένα μέρος πιο σκοτεινό από τον άλλο Άδη που ήταν ημιφωτισμένος, και μου έδειξε από μακριά ένα φωτάκι που μόλις ζάριζε και φαινόταν σαν να έβγαινε από κλειδαρότρυπα. Εκεί, μου είπε είναι το ιερό του Τροφώνιου, και από εκεί κατεβαίνουν εδώ όσοι έρχονται από την Βοιωτία. Πάρε λοιπόν αυτό το μονοπάτι και σε λίγο θα είσαι στην Ελλάδα. Τα λόγια του αυτά με γέμισαν χαρά, και αφού χαιρέτησα τον μάγο, σερνάμενος και με πολύ κόπο βρέθηκα χωρίς να καταλάβω πως στην Λιβαδειά…»
Ακολουθώ αντίστροφα την Ερκύνα (τον αρχαίο ποταμό Έρκυνα) το μικρό ποτάμι που διασχίζει την πόλη της Λιβαδειάς. Κάτω από τα πλατάνια, οδηγούμαι στις αρχαίες πηγές της Κρύας, της Λήθης και της Μνημοσύνης, κοιτώ ψηλά το μεσαιωνικό κάστρο στο λόφο, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα ερείπια για τα οποία πιστεύεται ότι αποτελούν, ό,τι απέμεινε από το Τροφώνιο Άντρο
Πηγή: Λουκιανός, στους Νεκρικούς διαλόγους
Ο Παυσανίας και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς μας αναλύουν τον λόγο για τον οποίο κατέβαινε κάποιος κάτω στο παλάτι  
Ο θρύλος λεει πως ο αληθινός πατέρας του Τροφωνίου  ήταν ο Δίας Ο λόγος λοιπόν ήταν η απόκτηση γνώσης που πιθανόν θα οδηγούσε στην απάντηση μιας και μοναδικής ερώτησης (ο Τυανεύς θέλησε να πάρει από τον Τροφώνιο τη γνώμη του περί του ποια ήταν η αρτιότερη φιλοσοφία. Ο Τροφώνιος σαν απάντηση του έδωσε ένα βιβλίο που περιείχε τις γνώμες του Πυθαγόρα).
Για να μπει κάποιος στο παλάτι του Τροφωνίου έπρεπε, αφού χρηστηριαστεί μέσα στο κτίσμα που βρισκόταν στην επιφάνεια, να κατεβεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μέσω μίας σκάλας. Κατόπιν έπρεπε να ξαπλώσει ανάσκελα στο δάπεδο κρατώντας γλυκίσματα, τα οποία θα προσέφερε στα ερπετά που θα συναντούσε, και να βάλει τα πόδια του μέσα σε μια τρύπα, η οποία θα τον «ρουφούσε βαθιά στο έδαφος σαν νερό» για να τον εμφανίσει έπειτα στο σκοτεινό άντρο του Τροφωνίου!
Τα όσα φαίνεται ότι έβλεπε εκεί ο επισκέπτης μόνο «μαγευτικά/ μαγικά» θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, και ίσως αρκετά περίτεχνα. Τελικά, ο επισκέπτης επέστρεφε στο ίδιο σημείο από το οποίο εισήλθε, δίχως αρχικά να θυμάται τίποτα από τον εαυτό του αλλά και από όσα τού συνέβησαν. Για να επανέλθει η μνήμη του τον κάθιζαν οι ιερείς σε ένα θρόνο, το θρόνο της μνημοσύνης, και έπειτα από λίγο η μνήμη του άρχιζε να επανέρχεται...

Αρχιτεκτονική Μαντείο του Τροφωνίου.
Ένα κυκλικό οικοδόμημα που είχε έρθει σε φως κατά την διάρκεια παλαιότερων αρχαιολογικών ανασκαφών, ταυτίστηκε τελικά με το περίφημο Μαντείο του Τροφωνίου.
Πρόκειται για ένα υπόγειο κλιβανοειδές κτίσμα, το οποίο διασώζεται μέχρι το ύψος του φυσικού εδάφους. Η τοιχοδομία του είναι από πέτρες σε δεύτερη χρήση, αφού το πρωτότυπο, όπως περιγράφεται από τους Παυσανία, Φιλόστρατο, Στράβωνα κ.ά., είχε την τύχη όλων των αρχαίων Ιερών, κατά την περίοδο των καταστροφών που ακολούθησαν μετά την κατάργηση της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας.

Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στα 1968 με την συνεργασία της Θ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων
Οι διαστάσεις του εν λόγω οικοδομήματος στο μεν δάπεδο είναι διαμέτρου 1,90 μ., ενώ το ύψος φτάνει περίπου στα 3,5 μέτρα. Δείχνει κατά τι μεγαλύτερο του αρχικού μεγέθους των 8Χ4 πήχεων, όπως περιγράφεται από τον Περιηγητή.
Πηγές:
Κουτσιαΰτης Ε. Η, Ο 'Aδης των Ελλήνων, Γρηγόρη.
Λαδιά Ε., Τα Ψυχομαντεία & ο Υποχθόνιος Κόσμος των Ελλήνων, Gema.
Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίο Θ’.  Εκδοτική Αθηνών.

Το Άορνο Μαντείο
Το Άορνον ήταν ένα μαντείο στην αρχαία Ελλάδα, που βρισκόταν στη αρχαία Θεσπρωτία σε μια σπηλιά αποκαλούμενη Χαρώνειον Αντρον ή χάσμα από το οποίο πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι αναδυόταν δηλητηριώδεις ατμοί. Το όνομα της σπηλιάς, " Η σπηλιά του Χάροντα" , απεικονίζει την πεποίθηση ότι ήταν μια είσοδος για τον Άδη. Σε μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα, ο ήρωας ταξιδεύει στο Αορνον για να ανακτήσει τη σύζυγό του, την Ευρυδίκη, από τον Άδη. Αφού αποτυγχάνει να την ανακτήσει και την χάνει για πάντα , αυτοκτονεί  από τη θλίψη του
Άλλη παραλλαγή για την ονομασία είναι το πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση τονίζεται από το ελληνικό της όνομα (Α-ορνος), που δηλώνει ότι ούτε Όρνις, δηλαδή πουλί, δεν μπορούσε να την πατήσει. Ωστόσο πρόκειται για λανθασμένη  εσφαλμένη ετυμολογία, διότι πολύ κοντά στο ελληνικό άορνος βρίσκεται ακουστικά το σανσκριτικό αβάρνα ή αβαράνα, που σημαίνει φρούριο ή κρησφύγετο. Η Άορνος Πέτρα είχε περιφέρεια περί τα 200 στάδια (37 χμ), συνεπώς επιφάνεια περί τα 32 τχμ και ύψος στο χαμηλότερο σημείο της 11 στάδια (περίπου 2 χμ). Στην κορυφή του βράχου άφθονο νερό άρδευε δάση και γη, εύφορη και αρκετή για να τη δουλέψουν 1.000 άνθρωποι Δηλαδή ήταν τεράστια η δυσκολία για τους πολιορκητές και απίστευτη η άνεση για τους πολιορκημένους.

Πηγές  Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά 9.30.1

Ναός Διδυμέου Απόλλωνα (στην Ιωνία, Μικρά Ασία)

Τα Δίδυμα Μιλήτου
Τα Δίδυμα ήταν σημαντικό αρχαίο ιερό και μαντείο αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Το ιερό βρισκόταν λίγο νοτιότερα της Μιλήτου και σήμερα κοντά του είναι το τουρκικό χωριό Yenihisar και η μικρή τουρκική πόλη Didim. Ήταν ο μεγαλύτερος ναός του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Η μνημειακή πύλη είχε ύψος 14 μέτρα και, όπως γράφει με έμφαση ο Gruben, «είναι τόσο τεράστια, ώστε κάτω από το υπέρθυρο θα χωρούσε ένα κίονας του Παρθενώνα μαζί με τον θριγκό του». Οι δύο παραστάδες αυτής της πύλης, δηλαδή οι δύο πλαϊνές κολόνες της, ήταν δύο ογκόλιθοι που ζύγιζαν 70 τόνους έκαστος! Οι δύο αυτοί ογκόλιθοι, συνεχίζει ο Gruben,
«έχουν μήκος 14 μ., βάρος 70 τόνων, και πρόκειται για τους μεγαλύτερους ογκόλιθους που φορτώθηκαν σε πλοίο, μεταφέρθηκαν και μετακινήθηκαν ποτέ στην αρχαιότητα
Τα Δίδυμα ήταν το σημαντικότερο αρχαίο μαντείο στον χώρο της Ιωνίας μαζί με το ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο και ένα από τα σημαντικότερα στον αρχαίο κόσμο. Αναφέρεται πρώτη φορά στον Ομηρικό ύμνο του Απόλλωνα, γεγονός που αποδεικνύει πως το μαντείο υπήρχε πριν τον 7ο αιώνα π.Χ.
Οι αρχαίοι συγγραφείς απέδιδαν την ονομασία Δίδυμα στην ύπαρξη ναών αφιερωμένων στα δίδυμα αδέρφια Απόλλων και Άρτεμη, πιθανόν όμως η ονομασία να είχε και Καρική προέλευση αφού υπάρχουν παρόμοια τοπωνύμια στην Καρία αλλά και στην Λυδία.
Τα Δίδυμα άνηκαν στην επικράτεια της Μιλήτου  και συνδέονταν με αυτή με την ιερά οδό μήκους δεκαεπτά χιλιομέτρων. Κατά μήκος της οδού υπήρχαν αγάλματα της δυναστείας των Βραγχιδών που είναι ιερείς  και αγάλματα που απεικόνιζαν ζώα. Μέρος των αγαλμάτων αυτών βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Το ιερό, υπήρχε πριν τον Ιωνικό αποικισμό Μέχρι την καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες κατά την διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης το 494 π.Χ., το ιερό των Διδύμων διοικούταν από την οικογένεια των Βραγχιδών, η οποία υποστήριζε πως καταγόταν από τον μυθικό ήρωα Βράγχο.
 Ο μυθικός γενάρχης του γένους των  Βραγχιδών, γιος του Σμίκρου από τους Δελφούς και μιας ανώνυμης Μιλησίας. Η μητέρα του τον ονόμασε Βράγχο γιατί, όταν τον εγκυμονούσε, ονειρεύτηκε ότι ο ήλιος μπήκε στο σώμα της από τον λάρυγγα της (βράγχιον) και βγήκε από την κοιλιά της. Ο Απόλλων, όταν είδε τον Βράγχο μία ημέρα που έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, τον φίλησε και του μετέδωσε έτσι το μαντικό χάρισμα. Για τον λόγο αυτό ο Απόλλων είχε και τις επωνυμίες «Φιλίσιος» και «Βράγχιος». Ο Βράγχος έσωσε τους Μιλησίους από λοιμό και στον τόπο όπου χρησμοδοτούσε έχτισαν μετά τον θάνατό του ναό.
Οι Πέρσες αργότερα  εκδίωξαν τους Βραγχίδες και έκαψαν τον ναό μεταφέροντας στα Εκβάτανα το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα.
Μετά τους Περσικούς πολέμους τα Δίδυμα δεν ανοικοδομήθηκαν άμεσα όπως οι Δελφοί και ο ναός της Άρτεμης της Εφέσου, αλλά μόλις το 334 πΧ όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε τις Ιωνικές πόλεις. Τότε άρχισε να ανοικοδομείται ξανά το ιερό και η διοίκηση του πέρασε στην πόλη της Μιλήτου, η οποία εξέλεγε πλέον τους ιερείς κάθε χρόνο.
Γύρω στο 300 π.Χ. όπως αναφέρει ο Παυσανίας ο Σελεύκος επανέφερε το μπρούτζινο άγαλμα του Απόλλωνα πίσω στο ιερό και οι Μιλήσιοι ξαναέκτισαν τον ναό, ο οποίος όταν ολοκληρώθηκε έγινε ένας από τους μεγαλύτερους του ελληνιστικού κόσμου
Ο νέος ναός ήταν δίπτερος εντυπωσιακά μεγάλων διαστάσεων, σημαντικά τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.
Από τον 2ο αιώνα π.Χ στα Δίδυμα διοργανωνόταν ετήσιο φεστιβάλ κάτω από την κηδεμονία των Μιλήσιων, τα Διδύμεια. Ήταν μία πανελλήνια γιορτή που ξεκίνησε τον 2ο αιώνα π.Χ. Το μαντείο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. οπότε και τερματίστηκε η λειτουργία του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο.
Πολύ κοντά στην Κλάρο βρίσκεται η Μίλητος, η σπουδαιότερη πόλη της Ιωνίας αλλά και όλης της Ελλάδας πριν από την ακμή των Αθηνών.
Στην πόλη αυτή της Μιλήτου, ιδρύθηκε το πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου, η περίφημη πολυτεχνική και φιλοσοφική σχολή της Μιλήτου, με πρωτεργάτες τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον πατέρα της Γεωμετρίας και της μαθηματικής αποδείξεως, και τους μαθητές του Αναξίμανδρο και Αναξιμένη.

Από το μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνος προέρχονται τρεις ιδιαίτερα σημαντικοί χρησμοί, εκ των οποίων οι δύο καταγράφηκαν από τον Φιρμιανό Λακτάντιο στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα..

Στον πρώτο από αυτούς τους χρησμούς, ο Απόλλων διακηρύττει την αθανασία της ψυχής του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της Πρόνοιας του Θεού!
ΨΥΧΗ ΜΕΝ ΜΕΧΡΙΣ ΟΥ ΔΕΣΜΟΙΣ ΠΡΟΣ ΣΩΜΑ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ, ΦΘΑΡΤΑ ΝΟΟΥΣΑ ΠΑΘΗ, ΘΝΗΤΑΙΣ ΑΛΓΗΔΟΣΙΝ ΕΙΚΕΙ. ΗΝΙΚΑ Δ’ ΑΥΤΕ ΛΥΣΙΝ ΒΡΟΤΕΗΝ ΜΕΤΑ ΣΩΜΑ ΜΑΡΑΝΘΕΝΩΚΙΣΤΗΝ ΕΥΡΗΤΑΙ, ΕΣ ΑΙΘΕΡΑ ΠΑΣΑ ΦΟΡΕΙΤΑΙ, ΑΙΕΝ ΑΓΗΡΑΟΣ ΟΥΣΑ, ΜΕΝΕΙ Δ’ ΕΣ ΠΑΜΠΑΝ ΑΤΕΙΡΗΣ. ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ ΓΑΡ ΤΟΥΤΟ ΘΕΟΥ ΔΙΕΤΑΞΕ ΠΡΟΝΟΙΑ.
(Η ψυχή μέχρι τότε που συγκρατείται από τα δεσμά του σώματος, αντιλαμβανόμενη τα φθαρτά πάθη, υποχωρεί στους θνητούς πόνους. Όταν όμως αυτή, μετά την διάλυση του σώματος, βρει την απελευθέρωση, μεταφέρεται ολόκληρη στον αιθέρα και υπάρχει εκεί παντοτινή χωρίς να γηράσκει• μένει δε γενικά ακαταπόνητη. Η πρωτόγονη Πρόνοια του Θεού το διέταξε τούτο.)
Οι επόμενοι δύο χρησμοί από το μαντείο του Απόλλωνος στα Δίδυμα της Μιλήτου, καταγράφηκαν από τον Λακτάντιο στα έργα του De Ira Dei και Divinae Institutiones αντίστοιχα. Στον πρώτο από αυτούς τους χρησμούς εξυμνείται ο ένας Βασιλέας Θεός και Γεννήτορας των πάντων.
ΕΙΔΕ ΘΕΟΝ ΒΑΣΙΛΗΑ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΗΡΑ ΠΡΟΠΑΝΤΩΝ,ΟΝ ΤΡΕΜΕΤΑΙ ΚΑΙ ΓΑΙΑ, ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΗΔΕ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΤΑΡΤΑΡΕΟΙ ΤΕ ΜΥΧΟΙ, ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΚΦΡΙΤΤΟΥΣΙΝ.
(Γνώρισε τον Βασιλέα Θεό και Γεννήτορα των πάντων, τον οποίον τρέμει η γη, και ο ουρανός, ακόμη και η θάλασσα, και φρίττουν τα βάθη των ταρτάρων και οι δαίμονες).
Στον τρίτο χρησμό από το μαντείο των Διδύμων, ο Απόλλων προαναγγέλλει την σταύρωση του Θεανθρώπου από Χαλδαίους κριτές. Το χειρόγραφο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το έργο του Λακτάντιου Divinae Institutiones και προέρχεται από την Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας.
ΘΝΗΤΟΣ ΕΗΝ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ, ΣΟΦΟΣ ΤΕΡΑΤΩΔΕΣΙΝ ΕΡΓΟΙΣ, ΑΛΛ’ ΥΠΟ ΧΑΛΔΑΙΩΝ ΚΡΙΤΩΝ ΟΠΛΟΙΣ ΣΥΝΑΛΩΘΕΙΣ, ΓΟΜΦΟΙΣ ΚΑΙ ΣΚΟΛΟΠΕΣΣΙ ΠΙΚΡΗΝ ΑΝΕΠΛΗΣΕ ΤΕΛΕΥΤΗΝ.
(Ήταν θνητός κατά την σάρκα, σοφός σε ασύλληπτα έργα, αλλά αφού συνελήφθη από Χαλδαίους κριτές με όπλα, με καρφιά και πασσάλους ολοκλήρωσε το πικρό τέλος.)
α.Λακτάντιος, Divinae Institutiones, βιβλ. 1, κεφ. 7
β. «Μαντική Ανθολογία» Μάξιμου Πλανούδη, τομ. 3, επίγρ. 125

Ο ανωτέρω χρησμός διεσώθη και από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πορφύριο (232-304 μ.Χ.), ο οποίος τον περιέλαβε στον επίλογο του έργου του Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας. Ο Πορφύριος δεν αναφέρει ποιος εξέφερε τον χρησμό, καταγράφει όμως ότι οι Ολύμπιοι θεοί αποδέχονται τον Ιησού Χριστό και τον μνημονεύουν με λόγια ωραιότατα!
ΤΟΝ ΓΑΡ ΧΡΙΣΤΟΝ ΟΙ ΘΕΟΙ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΝ ΑΠΕΦΗΝΑΝΤΟ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΕΥΦΗΜΩΣ ΤΕ ΑΥΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΣΙ.
(Διότι οι θεοί φανέρωσαν ότι ο Χριστός έχει υπάρξει ευσεβέστατος και αθάνατος, και με ωραιότατα λόγια αυτόν μνημονεύουν. )
(Μαντική Ανθολογία Μάξιμου Πλανούδη, τομ. 3, επίγρ. 126)

Μαντείο Απόλλωνα στην Κλάρο,
Η Κλάρος ήταν έδρα φημισμένου ιερού   και μαντείου του Απόλλωνα. Η Κλάρος βρίσκεται 55 χλμ. νοτιότερα της Σμύρνης, σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τη θάλασσα, αν και στην Αρχαιότητα το ιερό ήταν παραθαλάσσιο. Το κυριότερο στοιχείο όμως ήταν η πηγή πόσιμου νερού, που βρισκόταν πολύ κοντά στην ακτή.
Η Κλάρος δεν ήταν αυτόνομη πόλη: ανήκε πολιτικά στην πόλη της Κολοφώνας (είτε στην παλαιά Κολοφώνα, που βρίσκεται στην ενδοχώρα, 15 χλμ. βορείως, είτε στο Νότιον, που βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νοτιότερα της Κλάρου). Οι ιερείς και το προσωπικό του μαντείου ανήκαν επίσης στην Κολοφώνα.

Οι  πρώτες έρευνες των Makridy και Picard, μέχρι  τις συστηματικές ανασκαφές του Louis Robert κατά τη δεκαετία του 1950 και της γαλλικής αποστολής υπό την Juliette de la Genière στο διάστημα 1989-1998, οι ανασκαφικές έρευνες στην Κλάρο υπήρξαν εντατικές και πλούσιες σε αποτελέσματα.
Η ανθρώπινη παρουσία στην Κλάρο ανάγεται μόλις στο 10 αι. π.Χ περίοδος κατά την οποία οι ανασκαφείς εντοπίζουν την αρχή της λειτουργίας του ιερού, με εμβέλεια που δεν ξεπερνά τα όρια της επικράτειας της Κολοφώνος. Τα αφιερώματα αυτής της περιόδου είναι μαχαίρια στον Απόλλωνα και πόρπες στην Άρτεμη.
Στο μαντείο της Κλάρου είχαν την έδρα τους δύο Σίβυλλες που έζησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και ήταν απόγονοι δύο διάσημων Ελλήνων προφητών.
Η πρώτη ήταν η Σίβυλλα η Κολοφωνία, η οποία ονομαζόταν Λάμπουσα και ήταν απόγονος του μάντη Κάλχα.
Η δεύτερη Σίβυλλα, που ήταν και η αρχαιότερη, ήταν η Μαντώ η οποία απεκαλείτο και Σίβυλλα Θεσσαλή. Η Μαντώ έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο, ήταν κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και σύμφωνα με μία παράδοση ήταν αυτή που ίδρυσε το μαντείο του Απόλλωνος στην Κλάρο. Ο τυφλός πατέρας της ήταν αυτός που προανήγγειλε στους Αχαιούς την νικηφόρα εκστρατεία κατά της Τροίας. Πολύ κοντά στην Κλάρο βρίσκεται η Μίλητος, η σπουδαιότερη πόλη της Ιωνίας αλλά και όλης της Ελλάδας πριν από την ακμή των Αθηνών
Οι παραδόσεις βέβαια ανάγουν την ίδρυση του μαντείου στο μάντη Μόψο, το γιο της Μαντώς (η κόρη αυτή του μάντη Τειρεσία). Λέγεται ότι ο Μόψος τάφηκε στο γειτονικό Νότιον, αφού είχε νικήσει σε διαγωνισμό τον Κάλχα , ο οποίος,  τάφηκε στην Κλάρο.
Αναθήματα έχουμε και από την  Γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος π.Χ.) η αφιέρωση πήλινων ειδωλίων, με προεξάρχοντα τα ομοιώματα ταύρων. Η κεραμική της ίδιας   Ανάμεσα στα πιο πολύτιμα ευρήματα περιλαμβάνονται η κεφαλή ενός ειδωλίου του Απόλλωνα, ένα περίαπτο με τη μορφή του Αιγυπτίου θεού Σομπέκ με μορφή κροκοδείλου, καθώς και μεγάλοι λέβητες διακοσμημένοι με προτομές γρυπών.

 Η Αρχαϊκή περίοδος
Το ιερό αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές του 7ου αι. π.Χ., και συγκεκριμένα στους ομηρικούς ύμνους στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για τη λειτουργία του ως μαντείου. Διάφοροι μελετητές πάντως συνδέουν ορισμένα γεγονότα στην ιστορία της Κολοφώνος με την πιθανότητα δράσης του μαντείου ήδη από τον 7ο αι. π.Χ., όπως η εγκατάλειψη της πόλης και η μετακίνηση των κατοίκων στη Σίριδα μετά την εισβολή του Γύγη, ή η αιφνίδια κατάληψη της Σμύρνης από Κολοφωνίους, χάρη στη βούληση των θεών. Εντούτοις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η έλλειψη αναφοράς του ονόματος του μαντείου της Κλάρου από τον κατάλογο των μαντείων που συμβουλεύθηκε ο Κροίσος δείχνει ότι στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ακόμη και αν υπήρχε, δεν ήταν φημισμένο το μαντείο.
Στο β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. χτίζεται ένας εντυπωσιακός κυκλικός βωμός, Η περίοδος αυτή σημαδεύεται από τα πρώτα μνημειακού μεγέθους αναθήματα. Ένας κούρος που κρατά μικρό ζώο ανασκάφηκε από τον L. Robert το 1953 στα ΝΑ των Προπυλαίων του ιερού και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Σμύρνης Λίγα μέτρα δυτικότερα του βωμού βρέθηκε ένα παράξενο κτήριο, αποτελούμενο από δύο αίθουσες: η μία πρόστυλη και με σχεδόν τετράγωνο σχέδιο (διαστάσεις 8,5 × 9 μ.), και η άλλη, που τέμνει την πρώτη κάθετα, διαστάσεων 9 × 7 μ. Προφανώς πρόκειται για ναό της Άρτεμης.
Με αφορμή την ίδρυση της Σμύρνης από το Μέγα Αλέξανδρο, έχουμε την πρώτη διαπιστωμένη χρήση του ως μαντείου, κατά τον Παυσανία: «Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος είχε πάει για κυνήγι στο όρος Πάγος και, όταν γύρισε από το κυνήγι, πήγε στο ιερό των Νεμέσεων και βρήκε μπροστά στην ιερή πηγή και πάνω από το νερό φυτρωμένο πλατάνι. Κοιμήθηκε κάτω από το πλατάνι και είδε στον ύπνο του τις Νεμέσεις, οι οποίες του παρήγγειλαν να χτίσει εκεί πόλη και να εγκαταστήσει σε αυτή τους Σμυρναίους απομακρύνοντάς τους από την παλιά πόλη».21 Έπειτα από αυτό το όνειρο οι Σμυρναίοι έσπευσαν να ζητήσουν τη συνδρομή του γειτονικού μαντείου της Κλάρου το οποίο ενθάρρυνε την επανίδρυση της Σμύρνης με το χρησμό: «τρεις και τέσσερις «τρεις και τέσσερις φορές ευτυχείς θα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα εγκατασταθούν στον Πάγο, αντίκρυ στον ιερό Μέλητα». Ο Parke απορρίπτει την ιστορικότητα του επεισοδίου, αποδίδοντας την ίδρυση της Σμύρνης στον Αντίγονο το Μονόφθαλμο.
 
Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. τοποθετήθηκε το κολοσσιαίο σύμπλεγμα των τριών θεοτήτων στο σηκό του ναού: ο Απόλλωνας είναι καθιστός και περιβάλλεται από την Άρτεμη και τη Λητώ, που είναι όρθιες. Το μνημείο, το οποίο είχε ύψος περίπου 6 μ., είναι γνωστό από ένα νόμισμα της εποχής του Καρακάλλα. Σώζονται επίσης κάποια θραύσματα, που σε

Το κύριο φορτίο του ναυαγίου ήταν 50 τόνοι μαρμάρου, κομμάτια μιας τεράστιας στήλης, τα οποία προφανώς είχαν σταλεί για την κατασκευή ενός ναού. Όμως η αρχαιολόγος Deborah Carlson, η οποία ηγούνταν της υποβρύχιας ανασκαφής του 2.000 ετών ναυαγίου δεν ήξερε τίνος ναού, έτσι έψαχνε όλη τη γύρω περιοχή εξετάζοντας τις πιθανότητες.

Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού .Ασία



Ψηφοφορία
Σε τι θέματα θέλετε να ανανεώσουμε το site μας?
Total of answers: 351
Login form
Επισκεψιμότητα
Total online: 1
Επισκέπτες: 1
Μέλη: 0
Site Translator
 
Visitors Location
Γίνετε μέλος μας!


Τα βιβλία μας!
Για τους λάτρεις του τρόμου.




Σε συνεργασία με:




Το Ράδιο μας!