ΣΤΙΣ ΙΕΡΟΥΡΓΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΛΑΩΝ
Τίποτα πιο άμεσο και πιο αυτόνομο στην πληρότητα της δύναμής του, αλλά και τίποτα πιο ευγενικό και πιο τρομακτικό από τον μεγαλόπρεπο βράχο, από τον γρανιτικό όγκο που υψώνεται αγέρωχα. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι άνθρωποι λάτρεψαν ποτέ τις πέτρες σαν πέτρες, αλλά η αφοσίωσή τους σ’ αυτές οφειλόταν σε κάτι άλλο που η πέτρα ενσαρκώνει και εκφράζει.
Η Lia Fail, η «πέτρα του Φάιλ» στις κέλτικες παραδόσεις, αρχίζει να τραγουδάει την στιγμή που εκείνος που είναι άξιος να γίνει βασιλιάς κάθεται πάνω της. Στα ορδάλια ο κατηγορούμενος που ανεβαίνει στην πέτρα γίνεται λευκός, αν είναι αθώος, μπροστά σε μία γυναίκα καταδικασμένη να μείνει στείρα η πέτρα βγάζει αίμα, αν η γυναίκα έχει κληθεί στην μητρότητα η πέτρα βγάζει γάλα.
Οι πέτρες προστατεύουν τους νεκρούς και μετατρέπονται σε τόπους προσωρινής διαμονής των ψυχών τους, οι πέτρες επικυρώνουν μια συμφωνία ανάμεσα στον άνθρωπο και στον θεό, ή ανάμεσα στον άνθρωπο με άνθρωπο (στους Σημίτες), -αν δέχονται τον ιερό χαρακτήρα από το σχήμα ή την ουράνια προέλευσή τους,-γίνονται σημεία διατομής των κοσμικών ζωνών και παραστάσεις του κέντρου. Αλλά πάντοτε παίρνουν την λατρευτική τους αξία από την θεϊκή παρουσία που τις μεταμόρφωσε, ή από τις υπεράνθρωπες δυνάμεις (ψυχές των νεκρών) που ενσαρκώνονται σ’ αυτές.
Κολοσσός:
Αρχικά η λέξη αυτή δεν αναφερόταν στο μέγεθος, δεν δήλωνε όπως έγινε αργότερα αγάλματα γιγαντιαίων , «κολοσσιαίων» διαστάσεων. Στο ελληνικό λεξιλόγιο που αναφέρεται στο άγαλμα, ο όρος Κολοσσός, έμψυχου γένους αρσενικού και προελληνικής καταγωγής, συνδέεται με την ρίζα κολ- που μπορεί να συσχετιστεί με διάφορα τοπωνυμία της Μικράς Ασίας (Κολοσσαί, Κολοφών, Κόλουρα) και εκφράζει την ιδέα ενός ορθού στητού πράγματος.
Έτσι γίνεται ένας διαχωρισμός του κολοσσού από τα άλλα αρχαϊκά είδωλα, το βρέτας, το ξόανο, που μοιάζουν με τον κολοσσό (στο ίδιο θηκόμορφο σχήμα, χέρια και πόδια κολλημένα πάνω στο σώμα). Η διαφορά είναι ότι το βρέτας και το ξόανο είναι κινητά αντικείμενα. Τα περιφέρουν σε μία πομπή, τα κρατούν οι ιερείς στα χέρια, είναι είδωλα «φορητά». Αντίθετα τον κολοσσό αυτό που τον προσδιορίζει είναι το στερέωμα στο έδαφος, η ακινησία.
Έχει δύο μορφές: είτε σαν άγαλμα -παραστάδα, είτε σαν άγαλμα - μενίρ, φτιαγμένο από μια στημένη πέτρα, ή μια πλάκα μπηγμένη στο χώμα, και μερικές φορές θαμμένη.
Στο κενοτάφιο της Μιδέας, σημερινά Δενδρά στην Αργολίδα βρέθηκαν τέτοια αγάλματα- μενίρ καθώς επίσης και στην Θήρα μέσα σε έναν τάφο.
Στην Μιδέα σε έναν τάφο του 13ου π.Χ. βρέθηκαν αντί για σκελετοί, δύο ογκόλιθοι, ο ένας μεγαλύτερος από τον άλλο, χοντροπελεκημένοι σε σχήμα τετραγωνικών πλακών, που λεπταίνουν προς τα πάνω σχηματίζοντας το λαιμό και το κεφάλι ανθρώπινων μορφών, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Πλάι τους υπήρχαν αντικείμενα που ανήκαν στον πεθαμένο. Είναι φανερό ότι υποκαθιστούν έτσι το σώμα του νεκρού που λείπει, και έχουν πάρει την θέση του νεκρού.
Στους Γκόντς, φυλή της Ινδίας, υπάρχει το εξής έθιμο : ο γιος ή κληρονόμος του νεκρού, πρέπει να αποθέσει δίπλα στο μνήμα, τέσσερις μέρες μετά τον ενταφιασμό, ένα τεράστιο βράχο που μερικές φορές φτάνει τα 4 μέτρα ύψος.
Λειτουργία του Κολοσσού
Τα νεκρικά μεγαλιθικά μνημεία έχουν σαν σκοπό στους αρχαίους λαούς να ακινητοποιήσουν την ψυχή του νεκρού και να της θεμελιώσουν μια προσωρινή κατοικία που θα την κρατήσει κοντά στους ζωντανούς και, ενώ της επιτρέπει να επηρεάζει την γονιμότητα των αγρών με τις δυνάμεις που η πνευματική της υπόσταση της προσδίνει, της απαγορεύει να περιπλανιέται και να γίνεται επικίνδυνη.
Οι κολοσσοί σχετίζονται με την λατρεία των νεκρών και σκοπεύουν στην καταπράυνση της ψυχής του νεκρού και από μορφολογική άποψη μπορούμε να τα συγκρίνουμε με τους μεγάλιθους και τα προϊστορικά μενίρ της Ευρώπης.
Αρχικά δημιουργήθηκαν για να κρατήσουν την ψυχή ενός ανθρώπου που πέθανε με βίαιο θάνατο. Ο βίαιος θάνατος προβάλει μια ταραγμένη και εχθρική ψυχή, γεμάτη μνησικακία. Αν η ζωή κοπεί απότομα, πίστευαν πως η ψυχή του νεκρού έχει την τάση να συνεχίζει αυτό που της απόμεινε από την φυσιολογική ζωή, κοντά στην κοινότητα από την οποία αποσπάστηκε.
Η νεκρική πέτρα μετατρέπεται σε εργαλείο προστασίας της ζωής από τον θάνατο. Η ψυχή «κατοικεί» στην πέτρα και ο νεκρικός μεγάλιθος προστατεύει τους ζωντανούς από πιθανές βλαβερές πράξεις του νεκρού. Ακινητοποιημένη μέσα σε μια πέτρα η ψυχή είναι αναγκασμένη να δρα αποκλειστικά προς μια θετική κατεύθυνση, την γονιμοποίηση. Γι αυτό το λόγο σε πολλές λατρευτικές εκτάσεις οι πέτρες, που υποθέτουν ότι κατοικούνται από τους προγόνους είναι γονιμοποιητικά εργαλεία των αγρών και των γυναικών.
Όταν ένας άνθρωπος εξαφανιστεί για πάντα, ή όταν πεθάνει χωρίς να μπορέσουν να φέρουν πίσω το πτώμα του ώστε να τελέσουν τις «νεκρικές ιερουργίες» η ψυχή, το διπλό περιπλανιέται αδιάκοπα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον κόσμο των νεκρών, δεν ανήκει στον πρώτο και δεν έχει απομονωθεί στον δεύτερο.
(Ιλιάδα Ψ 65-76):
Κι ήρθε η ψυχή του δόλιου Πάτροκλου σιμά του, με τον ίδιο
σε όλα του μοιάζοντας, στο ανάριμμα και στα πανώρια μάτια
και στη φωνή, και φόραε πάνω της τα ρούχα τα δικά του,
κι εστάθη πάνω απ’ το κεφάλι του κι αυτά του λέει τα λόγια :
Γιε του Πηλέα, κοιμάσαι ξέγνοιαστος, και μένα αλησμονάς με
όσο’ μουν ζωντανός, με φρόντιζες, νεκρό μ’ αφήνεις τώρα.
Θάψ’ το κορμί μου δίχως άργητα, να μπώ στον Κάτω Κόσμο.
τα ψυχολόγια με αποδιώχνουνε, των πεθαμένων οι ίσκιοι
περνώντας το ποτάμι, αντάμα τους να σμίξω, δε μ’ αφήνουν,
κι όξω απ’ τον Άδη τον πλατύπορτο του κάκου τριγυρίζω.
Δώσ’ μου το χέρι τώρα, μ’ έπνιξεν ο θρήνος, τι απ’ τον Άδη
πια δε γυρνώ, σύντας θ’ ανάψετε φωτιά για να με κάφτε.
Για τον λόγο αυτό το «φάντασμά» του νεκρού κρύβει μια επικίνδυνη δύναμη, η οποία εκδηλώνεται με κακοποιήσεις σε βάρος των ζωντανών.
Δεν είναι απαραίτητο ο κολοσσός να κλειστεί μέσα στον τάφο. Μπορεί επίσης, να στηθεί μια πέτρα πάνω στο κενοτάφιο, ή σε ένα άλλο απόμακρο και ερημικό μέρος, συνήθως άγριο, παραδομένο στις υποχθόνιες δυνάμεις.
Σε πολλές φυλές στοιβάζουν πέτρες στο σημείο που πέθανε κάποιος από κεραυνό ή φίδι, ή άλλο βίαιο θάνατο και κάθε διαβάτης προσθέτει μια πέτρα στο σωρό για την ανάπαυση του νεκρού. Και στην αρχαία Ελλάδα συνηθιζόταν αυτό. Όποιος περνούσε πλάι από αυτόν τον σωρό από πέτρες έριχνε και αυτός άλλη μία. Αν μια μεγάλη πέτρα ήταν στημένη στην κορφή του σωρού, τότε μπορούσε να κάνει μια προσφορά και να βάλει εκεί μπροστά κάτι από ότι φαγώσιμο είχε μαζί του.
Πίστευαν ότι ο θεός Ερμής (ψυχοπομπός) ήταν ενσωματωμένος στον σωρό και στην μεγάλη πέτρα που έστεκε στην κορυφή. Λέγεται ότι από το «έρμα», τον σωρό από τις πέτρες στις οποίες κατοικούσε, πήρε το όνομά του ο Ερμής. Την μεγάλη πέτρα ψηλά την έλεγαν ερμής (πληθυντικός ερμαί). Ο θεός που κατοικούσε μέσα στις πέτρες αυτές είχε σχέση με τους νεκρούς. Τέτοιοι σωροί ήταν καλοπροαίρετα σημάδια στον στρατοκόπο, που έψαχνε να βρει τον δρόμο του μέσα στις ερημιές και έτσι ο Ερμής έγινε προστάτης των οδοιπόρων. Ο Ερμής, ο οδηγός των ψυχών, με το ραβδί στο χέρι έδειχνε τον δρόμο.
«Αν προχωρήσουμε μακρύτερα στον χρόνο, γράφει ο Παυσανίας (VII, 22,4), βλέπουμε όλους τους Έλληνες να τιμούν, όχι αγάλματα θεών, αλλά ακατέργαστες πέτρες (αργοί λίθοι)».
Αργότερα οι άνθρωποι άρχισαν να προσωποποιούν όλο και περισσότερο τις θεότητες και τις ιερές δυνάμεις.
Στους Μπίλς υψώνουν μνημεία μόνο για αυτούς που χάθηκαν από βίαιο θάνατο, ή για τους αρχηγούς, τους μάγους και τους πολεμιστές. Μνημεία για «την ειρήνη της ψυχής των δυνατών», αυτών που εκπροσωπούν την δύναμη κατά την διάρκεια της ζωής τους, ή την απέκτησαν με την μετάδοση του βίαιου θανάτου τους.
Ο Κολοσσός υποκαθιστώντας το σώμα μέσα στον τάφο, δεν έχει σαν λειτουργία να αντικαταστήσει τα χαρακτηριστικά του νεκρού και να δώσει την ψευδαίσθηση της σωματικής εμφάνισης, αλλά είναι ένα «διπλό».
Από την μία απομονώνει τον νεκρό από τους ζωντανούς περιορίζοντάς τον, και από την άλλη επιτρέπει να αποκατασταθεί η επαφή του νεκρού με τους ζωντανούς, όταν στήνεται στην επιφάνεια της γης και ταυτόχρονα είναι ένα μέρος του μπηγμένο στο χώμα. Είναι παρουσία και απουσία ταυτόχρονα.
Χρησιμεύει για να προσελκύσει και να καθηλώσει ένα διπλό που βρίσκεται σε καταστάσεις ανώμαλες. Βοηθά να αποκατασταθούν και πάλι σωστές σχέσεις ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών και στον κόσμο των ζωντανών.
Στον κολοσσό συνυπάρχουν, η απεικόνιση της δύναμης του νεκρού, οι ενεργητικές εκδηλώσεις αυτής της δύναμης και η ρύθμιση των σχέσεων της με τον ζωντανό άνθρωπο.
Για τους Έλληνες κολοσσός και ψυχή συγγενεύουν στενά, είναι «είδωλα» Και τα είδωλα δημιουργούν μια εντύπωση ξεγελάσματος, διάψευσης, απάτης. Το είδωλο του Πατρόκλου στέκει ορθό πάνω από το κεφάλι του ξαπλωμένου Αχιλλέα, ο οποίος το βλέπει, όταν όμως θέλει να το αγκαλιάσει δεν μπορεί, το είδωλο είναι άπιαστο, είναι ένας καπνός που χάνεται κάτω από την γη με μια κραυγή σαν νυχτερίδα (Ιλιάδα Ψ, 59-107).
Στον Αισχυλικό «Αγαμέμνονα» φαίνεται πως ο κολοσσός έχει τον χαρακτήρα «του διπλού». Ο χορός τραγουδάει στο ανάκτορο του Μενέλαου που το παράτησε η Ελένη, όταν έφυγε με τον Πάρη. Από την δύναμη του «πόθου» και της «ερωτικής νοσταλγίας» που νοιώθει ο Μενέλαος γι αυτήν το φάντασμα της Ελένης στοιχειώνει στο σπίτι, παίρνοντας τρεις διαφορετικές μορφές «διπλού» που αναφέρει ο χορός. Πρώτα είναι το «φάσμα», που σαν να βασιλεύει μες στο ανάκτορο στην θέση της Ελένης. Κατόπι ο χορός μιλάει για «Κολοσσούς», δηλ. αγάλματα, είδωλα αντικατάστασης. Είναι τα αγάλματα που χρησιμοποιούνται στην ερωτική μαγεία για το κάλεσμα εκείνου που λείπει, και στις νεκρικές ιερουργίες για το κάλεσμα το νεκρού. Τέλος αναφέρονται «ονειρικές οπτασίες» που ξεπροβάλουν στον ύπνο.
Τα είδωλα της Ελένης, φάντασμα, κολοσσός ή υπνοφαντασία, φέρνουν την παρουσία της Ελένης στα ανάκτορα, που ταυτόχρονα είναι και απουσία.
Στην Άλκηστη του Ευριπίδη ο Άδμητος -όταν η Άλκηστης ετοιμάζεται να κατεβεί στον Άδη, εξαγοράζοντας την ζωή του άνδρα της με την δική της- της ορκίζεται ότι θα μείνει απαρηγόρητος και δεν θα γνωρίσει άλλη γυναίκα. Θα φτιάξει ένα ομοίωμα, που θα το βάζει στο κρεβάτι, θα ξαπλώνει πλάι του και θα το σφιχταγκαλιάζει, φωνάζοντας το όνομα της, και ενώ δεν θάχει θα έχει «Καίπερ ουκ έχων έχειν» (Ευρ. Αλκηστη 342).
Ο Κολοσσός είναι φτιαγμένος ή από πέτρα ή από κερί, και είτε ανεβάζει στο φως την σκιά του νεκρού, είτε στέλνει στις σκιές αυτούς που ζούνε στο φως. Πραγματώνει πάντα σαν «διπλό» την σύνδεση των ζωντανών με τον κάτω κόσμο.
Κατά τις νεκρικές γιορτές οι κολοσσοί πλένονταν, αλείφονταν με λάδι και τυλίγονταν με ταινίες και εκεί γίνονταν σπονδές.
Οι Έλληνες ξέχασαν αρκετά γρήγορα την συγγένεια της ταφικής πέτρα με τους νεκρούς και διατήρησαν μονάχα την ορατή της μορφή. Την στήλη που έστηναν πάνω από τον τάφο την είδαν σαν ένα απλό μνήμα μόνο, σαν ένα σημείο που έφερνε στους ζωντανούς την θύμηση του νεκρού.
Ενεργοποίηση
Πως όμως μπορεί μια πέτρα, δουλεμένη και τοποθετημένη από ανθρώπινο χέρι να πάρει την σημασία «του διπλού», να συγγενεύει με ψυχικά φαινόμενα με μια πλευρά της στραμμένη προς το αόρατο? Ας δούμε μια σειρά από πράξεις μαγικές.
1. Δίνοντάς της φωνή: Σε αντίθεση με τον κόσμο των φωνών, των κραυγών, των τραγουδιών ο θάνατος είναι ο κόσμος της σιωπής. Ορισμένες ιέρειες που ασχολούνται με τις νεκρικές τελετουργίες, όπου απαγορεύεται οποιαδήποτε μουσική, ονομάζονται Σιωπηλές (Ησυχίδες). Για να εμψυχώσει κανείς ένα άγαλμα από πέτρα ή πηλό, για να του δώσει ζωή, πρέπει να του δώσει φωνή. Οι «μεταλλικές» πέτρες, που όταν τις χτυπά κανείς αντηχούν σαν χαλκός, ή τα πήλινα δοχεία που τρίζουν μέσα στον φούρνο όταν τα ψήνουν, θεωρούνται έμψυχα και ζωντανά, αφού ξεφεύγουν από την σιωπή που χαρακτηρίζει τις άφωνες πέτρες.
Η Ε.Π.Μπ. μιλάει για τις ιδιότητες του πυριτόλιθου, από την άποψη της μαγείας και των ψυχικών δυναμικοτήτων.
Σ' ένα ποίημα που αποδίδεται στον Ορφέα οι πέτρες αυτές διαιρούνται σε Οφείτες και Αστρίτες, «η πέτρα του φιδιού» και «η πέτρα του άστρου»
«Ο Οφείτης είναι τραχύς, σκληρός, βαρύς και μαύρος και έχει το δώρο του λόγου. Όταν προπαρασκευαζόμαστε να τον ρίξουμε, εκπέμπει έναν ήχο, που μοιάζει με την κραυγή παιδιού. Δια μέσου της πέτρας αυτής προφήτευσε ο Έλενος την καταστροφή της πατρίδας του, της Τροίας».
2. Δίνοντας ποτά ζωής: Η πέτρα σκληρή, ξερή και άκαμπτη μπορεί να φανεί σαν το αποστέγνωνα του υγρού, εύκαμπτου και γεμάτο χυμούς ζωντανού ανθρώπου στην ακμή της ζωής του. Τα γηρατειά είναι μία ξεραΐλα για τους Έλληνες. Ο Ησύχιος ονομάζει «αλίβαντες» τους νεκρούς και τους Κολοσσούς. Οι ψυχές των νεκρών διψούν και μονάχα δίνοντάς τους να πιουν διάφορα ποτά ζωής, μπορεί κανείς να τις ξαναφέρει στο φως και να τους δώσει για μια στιγμή, μαζί με την θύμηση και την σκέψη, κάτι σαν αντικαθρέπτισμα της παλιάς τους ζωτικότητας.
Οι προσφορές στους νεκρούς ήταν χυλός δημητριακών, γάλα, μέλι κρασί, λάδι και αίμα από τα θύματα που θυσιαζόταν, όπως επίσης και νερό και γι αυτό μιλούσαν για «λουτρό των νεκρών».
Αιματηρές τελετουργίες γίνονταν και προς τιμή των νεκρών, εφόσον το αίμα φέρνει αυτό που οι νεκροί δεν έχουν την ζωή.
Για τέτοιες θυσίες η κατάλληλη στιγμή είναι το βράδυ και η νύχτα γενικά και για τις προσφορές στους νεκρούς χρησιμοποιείται το «εναγίζειν», «αφιερώνω», «χαρακτηρίζω απαγορευμένο», ή το «εντέμνειν», «κόβω μέσα στην φωτιά».
Έσκαβαν λάκκο στην γη μέσα στον οποίο έρεαν αίμα. Αυτό λεγόταν «κορεσμός με αίμα», «αιμακουρία» και είχε σαν συνέπεια να καλέσουν την ψυχή για να πιει αίμα και έτσι να ξυπνήσει, αποκτώντας για λίγο συνείδηση.
Πολλά βόδια και πρόβατα, τέσσερα άλογα, δύο σκύλους, δώδεκα Τρώες σφάζει ο Αχιλλέας στην επιτάφια πυρά του Πατρόκλου. Και το αίμα έρεε τόσο άφθονο γύρω στον νεκρό, ώστε μαζεύονταν με τις κούπες. Υπήρχε δηλ. η πρόθεση να δώσει ξανά ζωή και χρώμα στον νεκρό.
Οι χοές γινόταν με πλήρη ανατροπή και κένωση ενός μεγάλου αγγείου, πού το κρατούσαν ή που στεκόταν στο έδαφος. «Χοές που πίνει η γη», προοριζόταν για τους χθόνιους θεούς και για τους νεκρούς. Ο Οδυσσέας τελεί μια τέτοια τελετή κατά την ικεσία του προς τους νεκρούς : γύρω από τον λάκκο προσφορών προσφέρει χοή για όλους τους νεκρούς πρώτα με μέλι, κατόπι με κρασί και ύστερα με νερό, από πάνω πασπαλίζει άσπρο αλεύρι και ικετεύει τους νεκρούς
Ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολονώ περιγράφει λεπτομερειακά το τελετουργικό της χοής που εκτελείται στο δάσος των Ευμενίδων με σκοπό τον εξαγνισμό : « Πρώτα φέρνουν νερό από μια πηγή που ρέει συνεχώς. Κρατήρες που βρίσκονται στο Ιερό στεφανώνονται με μαλλί και γεμίζονται με νερό και μέλι. Αυτός που προσφέρει την χοή ανατρέπει και αδειάζει τον κρατήρα προς την δύση, ενώ ο ίδιος στρέφει προς την ανατολή. Κατόπι τα κλαδιά ελιάς που κρατάει στα χέρια του τα σκορπίζει στο έδαφος, εκεί που η γη δέχτηκε την χοή προσευχόμενος σιωπηλά αναχωρεί χωρίς να κοιτάξει πίσω του.» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 466-92).
Ο Λουκιανός γράφει ότι οι νεκροί «τρέφονται με τις χοές». (Λουκ. περί πένθους 9). Οι νεκρικές σπονδές σημαίνουν αναγνώριση της δύναμης των νεκρών και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν ανακαλούνται. Ότι χύνεται δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, γι αυτό είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή προσφοράς .
Οι ταφικές στήλες και οι κολοσσοί όταν αλείφονται με λάδι και στεφανώνονται θεωρούνται ως αναπαραστάσεις των νεκρών που αλείφονται με λάδι και στολίζονται στις γιορτές όπως οι ζωντανοί.
Πέτρες γυαλισμένες με λάδι βρίσκονταν στα σταυροδρόμια και όποιος και αν είχε κάνει σπονδές εκεί ο καθένας που περνούσε έκφρασε τον σεβασμό του, επειδή συμβόλιζαν το ιερό κέντρο, προς αυτές.
Ο ρόλος του λαδιού στις σπονδές έχει προκαλέσει απορία. Πως είναι δυνατόν κάτι που δεν πίνεται να θεωρηθεί προσφορά ποτού? Ωστόσο λάδι, μέλι κρασί και γάλα αναφέρονται στις σπονδές.
Οι ιερείς άνδρες και γυναίκες στην Ανδανία έκαναν σπονδές με αίμα και κρασί κατά την ορκωμοσία και ξέρουμε ότι οι σπονδές με κρασί αποτελούν υποκατάστατο της σπονδής με αίμα.
3. Με Επίκληση : Μια τέτοια στήλη υπήρχε στην Λιβαδειά μέσα σε ένα άλσος. Στο μέρος αυτό σε έναν βάθρο είχε εξαφανιστεί ένας άνθρωπος ονόματι Τροφώνιος. Εκεί τελούσαν ιερουργίες επίκλησης του νεκρού : έκαναν σπονδές, αφήνοντας να τρέξει πάνω στη στήλη το αίμα ενός μαύρου κριαριού. Κατόπι όσοι παρευρίσκονταν καλούσαν τρεις φορές τον νεκρό με το όνομά του, έχοντας τα μάτια καρφωμένα πάνω στην πέτρα.
Σχετικά με την ιερουργική σημασία της επίκλησης και του τριπλού καλέσματος του νεκρού με το όνομά του, σε περίπτωση που δεν έχουν το πτώμα του συνηθιζόταν να καλούν τις ψυχές όσων πέθαναν σε ξένη γη σύμφωνα με τις ιερουργίες και εξανάγκαζαν την ψυχή να επιστρέψει στην πατρίδα, όπου την περίμενε ένα κενοτάφιο.
Τις χοές τις συνοδεύουν άσματα όπου καλούν την ψυχή προς το φως. Στο δεύτερο δράμα της Ορέστειας του Αισχύλου, που έχει τον τίτλο Χοηφόροι, εξαιτίας των νεκρικών προσφορών προς τον Αγαμέμνονα που η Ηλέκτρα μαζί με τις υπηρέτριές της φέρνει στον τάφο χοές βλέπουμε αυτό. Πρώτα γίνεται η τελετουργική πομπή προς τον τάφο με όλα τα προσκομιζόμενα αγγεία. Κατόπι μια στάση, μια προσευχή προς τους νεκρούς. Ύστερα η χοή συνοδεύεται από άγριες κραυγές όμοιες με την ολολυγή κατά την θυσία των ζώων (Αισχ. Χοηφ. 84-164)
Οι ποιητές περιγράφουν ότι αυτός που ήθελε να καλέσει τον νεκρό έπεφτε στο έδαφος και χτυπούσε με τις γροθιές του την γη.
Ξέρουμε ότι στο κτίσιμο μιας αρχαίας πόλης τα νεκροταφεία ήταν έξω από τα τείχη, ώστε οι νεκροί να φυλάνε την πόλη. Στην Σελινούντα της Σικελίας μία περιοχή έξω από τα τείχη ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς και στις δυνάμεις του Άλλου Κόσμου. Μέσα σε έναν περίφρακτο χώρο κολλητά στον περίβολο του Δία Μειλίχιου, που ήταν ένας Δίας Υποχθόνιος, υπήρχαν μπηγμένες στην γη πολλές χοντροπελεκημένες ανθρωπόμορφες στήλες, που παράσταιναν άνδρες και γυναίκες.
Δύο επιγραφές που βρέθηκαν στην Κυρήνη μας βοηθούν αρκετά να καταλάβουμε την λειτουργία αυτών των κολοσσών, που τους έστηναν οι Σελινούντιοι στα νεκροταφεία τους, όπου μαζί με γεύματα που έπρεπε να προσφέρουν στους πεθαμένους τοποθετούσαν και τις πινακίδες των μαγικών καταδέσμων, εμπιστευόμενοι στις υποχθόνιες θεότητες την πραγμάτωση του περιεχομένου τους.
Η πρώτη επιγραφή είναι το κείμενο ενός ιερού νόμου, σχετικά με την υποδοχή των ικετών που έρχονται από ξένα μέρη. Αν το πρόσωπο που ο ικέτης θεωρεί προστάτη του, έχει πεθάνει στην χώρα του ή σε άλλον τόπο, και αν ο κύριος του σπιτιού που δέχεται στο εξής κοντά του τον ικέτη και γίνεται ο νέος προστάτης του, γνωρίζει το όνομα του πεθαμένου που έστειλε τον ικέτη, τότε καλεί τον νεκρό με το όνομά του επί τρεις κατά σειρά μέρες. Αν δεν γνωρίζει το όνομά του τότε προφέρει αυτά τα λόγια «ω άνθρωπε, αίτε ανήρ, αίτε γυνά εσσί». Κατασκευάζει, από ξύλο ή πηλό δύο κολοσσούς έναν αντρικό και έναν γυναικείο, τους βάζει να καθίσουν στο τραπέζι του και τους προσφέρει ένα μέρος από όλα τα φαγητά. Έχοντας έτσι εκπληρώσει το χρέος του στον ανώνυμο νεκρό, που του έστειλε τον ικέτη, ο κύριος του σπιτιού απομακρύνει τον νεκρό από το σπίτι του και τον ξαναστέλνει στον Κάτω Κόσμο: μόλις τελέσει την ιερουργία της φιλοξενίας, παίρνει τους κολοσσούς και τις μερίδες των φαγητών, τα πάει σε ένα παρθένο δάσος και μπήγει τους κολοσσούς στο χώμα.
Η δεύτερη επιγραφή περιέχει το κείμενο του όρκου που εγγυάται τις αμοιβαίες υποχρεώσεις ανάμεσα στους άποικους που φεύγουν για την Κυρήνη της Αφρικής και στους συμπολίτες του που μένουν στην μητρόπολη την Θήρα. Ο όρκος δίνεται ως εξής : Κατασκευάζουν κέρινους κολοσσούς και τους πετούν στην φωτιά προφέροντας την εξής κατάρα : «Όποιος πατήσει αυτόν τον όρκο, ας λιώσει και ας χαθεί σαν τους κολοσσούς κι αυτός και η γενιά του και τα αγαθά του».
Και στις δύο αυτές τελετουργίες ο κολοσσός πραγματώνει το πέρασμα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών. Πότε οι νεκροί παρουσιάζονται στον κόσμο των ζωντανών, πότε οι ζωντανοί προβάλλονται στον χώρο του θανάτου. Με την επίκληση η ψυχή υπακούοντας στο κάλεσμα που επαναλαμβάνεται τρεις φορές, ξανανεβαίνει στο φως και εκδηλώνεται μέσα στον κολοσσό, ο οποίος την «στεριώνει». Αφού τελειώσει το κοινό γεύμα απομακρύνουν τον νεκρό μπήγοντας την πέτρα στο χώμα στέλνοντάς την στον άλλο κόσμο.
Στην τελετουργία του όρκου, οι ζωντανοί που δίνουν τον όρκο τάζουν τους εαυτούς τους σε θάνατο σε περίπτωση επιορκίας, ρίχνοντας στην φωτιά τους κολοσσούς που αποτελούν τα «διπλά» τους σαν να ρίχνουν τον εαυτό τους. Αυτό που λιώνει και προκαταβολικά εξαφανίζεται μέσα στο αόρατο είναι το ζωτικό και κοινωνικό τους «είναι». Εκείνος που δίνει όρκο δεσμεύεται από το διπλό του.
Ο Συμβολικός χαρακτήρας της πέτρας σαν υποκατάστατο του νεκρού
Στην Ελλάδα ο όρκος, που ενεργεί με το να τάζει στις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου αυτούς που ορκίζονται μπορεί να δοθεί με το απλό άγγιγμα μιας ακατέργαστης πέτρας : ορκίζεται κανείς στην «πέτρα». Η Περσεφόνη στέλνει το κεφάλι της Μέδουσας ενάντια σ’ αυτούς που θέλουν να μπουν ζωντανοί στο βασίλειο των νεκρών, και ξέρουμε πως η Γοργώ είναι ένα μαγικό όργανο θανάτου που μεταμορφώνει σε πέτρα όποιον την κοιτάξει :
«Τρέμοντας μήπως της Γοργώς, του φοβερού τεράτου
την κεφαλή απ’ τα Τάρταρα μου στείλει η Περσεφόνη» (Οδ. λ 640-641)
Ο Θάνατος εμφανίζεται σαν μια απολίθωση των ζωντανών πολλές φορές και ο Πίνδαρος χρησιμοποιεί την έκφραση «λίθινος θάνατος». Βέβαια η μεταμόρφωση του ζωντανού, εύκαμπτου, έμψυχου και θερμού σώματος σε άκαμπτο, βουβό και παγωμένο, μας αφήνει να κατανοήσουμε αυτόν τον συμβολισμό
Άλλος συμβολισμός υπάρχει στην έννοια ορατού - αόρατου. Ο θάνατος, ο Άδης, είναι αόρατος (αϊδής) και ο «σκούφος του Άδη, κάνει όποιον τον φοράει αόρατο. Οι νεκροί είναι πρόσωπα «τυλιγμένα στο σκοτάδι». Η εξαφάνιση του ζωντανού από τον φωτεινό κόσμο και η είσοδος του στον κόσμο της νύχτας, μπορούν να εκφραστούν με την εικόνα της μεταμόρφωσής του σ’ ένα τυφλό ογκόλιθο. Σε αντίθεση με τον πολύτιμο λίθο, που είναι ζωντανός, επειδή λάμπει και αντανακλά το φως, ή το αφήνει να τον διαπερνά, ο κολοσσός «με τα στερεμένα μάτια», όπως λέει ο Αισχύλος (Αισχ. Αγ. 418), μπορεί να φανεί σαν εκπρόσωπος του κόσμου της νύχτας.
Η πέτρα και η ψυχή του νεκρού βρίσκονται επίσης σε αντίθεση με τον ζωντανό άνθρωπο, η πρώτη εξαιτίας της ακινησίας της και η δεύτερη εξαιτίας της κινητικότητας. Ο ζωντανός άνθρωπος μετατοπίζεται κινείται περπατώντας πάνω στην γη, ταυτόχρονα όμως αφού την πατά διατηρεί πάντοτε επαφή μαζί της.
Ο Κολοσσός μπηγμένος στην γη, ριζωμένος βαθιά στο χώμα, μένει άκαμπτος και ακίνητος. Είναι αυτοί που δεν μπορούν να ανοίξουν τα πόδια τους, δεν μπορούν να περπατήσουν.
Απ’ την άλλη η ψυχή μετατοπίζεται χωρίς να αγγίζει στην γη. Φτεροκοπά πάντοτε κινούμενη και άπιαστη. Η ψυχή και ο κολοσσός αντιτάσσονται στο βάδισμα του ζωντανού ανθρώπου, με τον τρόπο που αντιτάσσονται δύο ακραίες θέσεις στην μεσαία. Ρίζωμα στην γη (κολοσσός), επαφή με την επιφάνεια του εδάφους (ζωντανός άνθρωπος) καμία επαφή με την γη (ψυχή). Κολοσσός και ψυχή δείχνουν τον δεσμό συμπληρωματικότητας που πρέπει ακριβώς να υποκαταστήσει με την ψυχή η ιερουργία του κολοσσού. Μπήγοντας την πέτρα στο χώμα, στεριώνεται, ακινητοποιείται και τοποθετείται σε ένα καθορισμένο σημείο της γης, η άπιαστη ψυχή, που είναι παντού και πουθενά.
Ο μύθος του Ακταίωνα μας μιλάει για ακριβώς αυτό το πράγμα. Ο Ακταίωνας πέθανε, αλλά δεν θάφτηκε. Το φάντασμά του (είδωλον), οι Ορχομένιοι διηγούνται ότι ερήμαξε την χώρα και είχε βαλθεί να βασανίζει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Γι αυτό ρώτησαν το μαντείο των Δελφών και αυτό τους πρόσταξε να κατασκευάσουν ένα χάλκινο ομοίωμα του Ακταίωνα και να το δέσουν με σιδερένιες αλυσσίδες, πάνω ακριβώς στην πέτρα όπου εμφανιζόταν το φάντασμα. Έτσι και έγινε και έτσι η ψυχή του Ακταίωνα αλυσοδεμένοι δεν καταδίωξε ξανά τους ανθρώπους. (Παυσανίας Βοιωτικά, 9,38,5)
Στην Κίνα, «στα τραγούδια του Νότου», βρίσκουμε πολλές περιγραφές ταφικών εθίμων. Κάποια από αυτά αποσκοπούσαν να εξυπηρετήσουν το «π’ο», το άλλο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής για να υπάρχει βεβαιότητα ότι το έχουν κατευνάσει και ότι δεν υπήρχε πια κίνδυνος να κάνει την ανησυχητική εμφάνισή του.
Πολύ συχνά, όταν συνέβαινε κάποιος θάνατος η πρώτη ενέργεια ήταν να προσπαθήσουν να πείσουν το «χουν» να επιστρέψει στο θνητό σκήνωμα και να αναβληθεί η στιγμή του θανάτου. Από κάποια διατριβή, που πολλοί αποδίδουν στον Κομφούκιο, μαθαίνουμε την τελετουργία που ελάμβανε χώρα σε τέτοια περίπτωση. Την στιγμή του θανάτου, το επίσημο ένδυμα του νεκρού μεταφερόταν στην οροφή του σπιτιού, όπου γινόταν μια επίκληση στο χουν να επιστρέψει στο κορμί που είχε εγκαταλείψει. Η επίκληση γινόταν από επίσημο πρόσωπο. Το άτομο στρεφόταν προς τον Βορρά και έκανε την επίκληση τρεις φορές. Εννοείται ότι η ενδυμασία του νεκρού ενεργούσε ως υποκατάστατο του σώματος, ώστε να πεισθεί το χουν να επιστρέψει αμέσως. Αν έβλεπαν ότι δεν γινόταν προχωρούσαν σε άλλες τελετουργίες, όπου έπρεπε να βεβαιωθούν ότι το χουν θα έφθανε στον πραγματικό του προορισμό. Για αυτό τον σκοπό υπήρχαν διάφοροι τύποι φυλαχτών, με τα οποία διακοσμούσαν ή εφοδίαζαν έναν τάφο.
Μενίρ
Το μενίρ είναι πέτρινη κατασκευή και σημαίνει "μακριά πέτρα". Η λέξη που χρησιμοποιείται από τις λαϊκές παραδόσεις είναι PEULRAN και σημαίνει στύλος. Είναι ακατέργαστη πέτρα λαξευμένη και λεία στο μέγεθος της ποικίλλει από μερικά εκατοστά μέχρι 23 μέτρα. Μπορούν να έχουν και το ύψος ενός όρθιου ανθρώπου και ο βράχος από τον οποίο αποτελούνται ποικίλλει ανάλογα με την γεωλογική φύση του τόπου. Υψώνεται συχνά στην κορυφή ενός λόφου, δεσπόζει ενός αναχώματος ή συνδέεται με μια άλλη μεγαλιθική κατασκευή. Όταν είναι τουλάχιστον τρία μενίρ ευθυγραμμισμένα, έχουμε μία γραμμή. Όταν αυτή η γραμμή γίνεται καμπύλη έχουμε ένα κρομχέλ, που σημαίνει στύλος (στην γλώσσα της Βρεττάνης κύκλος, μέρος περιτριγυρισμένο από κύκλο).
Τα ντολμέν (πέτρινο τραπέζι) σχηματίζονται από κάθετα τοποθετημένα μενίρ,που ονομάζονται ορθοστάτες και στηρίζουν μια πλάκα.Τον περασμένο αιώνα αυτά τα μνημεία θεωρούνταν σαν τόποι θυσίας, αλλά αργότερα με τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε ο ταφικός χαρακτήρας των περισσοτέρων ντολμέν. Επρόκειτο για χώρους ταφής, είτε για ομαδικούς τάφους, είτε για οικογενειακούς. Επίσης από τις μελέτες που έγιναν σχετικά με τον προσανατολισμό των μνημείων , έχουν σχέση με διάφορους αστερισμούς.
Οι Κάζι του Ασσάμ πιστεύουν ότι η Μεγάλη Μητέρα της φυλής απεικονίζεται με τα ντολμέν, που τα ονομάζουν «πέτρες γυναίκες», και ο Μεγάλος Πατέρας είναι παρών μέσα στα μενίρ «πέτρες άνδρες». Σε άλλες λατρευτικές περιοχές τα μενίρ ενσαρκώνουν την υπέρτατη θεότητα. και σε πολλές φυλές της Αφρικής η λατρεία του υπέρτατου θεού του Ουρανού περιλαμβάνει μενίρ και άλλες ιερές πέτρες.
Η πέτρα ο βράχος, το ντολμέν, το μενίρ, γίνονται ιερά χάρη στην πνευματική δύναμη της οποίας φέρνουν το σημάδι.
Το μενίρ του αγροτόσπιτου του Αζάϊα ήταν στημένο κατακόρυφα πάνω από ένα νεκροφυλάκειο. Η πέτρα προφύλαγε από τα ζώα, τους κλέφτες, αλλά κυρίως από τον θάνατο, γιατί όπως η αφθαρσία της πέτρας η ψυχή του νεκρού έπρεπε να διατηρηθεί για πάντα χωρίς να διασκορπιστεί. (Ο ενδεχόμενος φαλλικός συμβολισμός των προιστορικών επιτάφιων λίθων επιβεβαιώνει αυτήν την έννοια, εφόσον ο φαλλός ήταν σύμβολο της ύπαρξης, της δύναμης, της διάρκειας.
Ξόανα και Ζωντανά αγάλματα
Τα ξόανα ήταν κινητά αντικείμενα και εκεί διαφοροποιούνται από τον κολοσσό. Την θεωρία ότι ορισμένα αντικείμενα, αγάλματα, εικόνες, φυλαχτά, χρησιμεύουν σαν προσωρινή ή σαν μόνιμη κατοικία ενός Θεού», ενός «δαίμονα», ή ενός πνεύματος απλώς, την συμμερίζονται μερικοί από τους μεγαλύτερους διανοητές της ιστορίας.
Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ονομάζει τα ζωντανά αγάλματα «αγάλματα που προβλέπουν το μέλλον». Αγάλματα έμψυχα και συνειδητά, γεμάτα πνεύμα, που κάνουν πολλά μεγάλα έργα, αγάλματα που προβλέπουν το μέλλον με προφητική έμπνευση, με όνειρα και με άλλους πολλούς τρόπους, αγάλματα που καταφέρνουν χτύπημα στις αρρώστιες και τις θεραπεύουν και δίνουν χαρά ή λύπη, σύμφωνα με τις πράξεις των ανθρώπων.
Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί μας αναφέρει ο JAL, στα «Στοιχειακά Πνεύματα της Φύσης», έδωσαν μεγάλη σημασία στα αγάλματα, όχι μόνο για αισθητικούς σκοπούς, αλλά και αποδίδοντας τους μαγικές δυνάμεις και θαυματουργικές ιδιότητες. Οι άνθρωποι από αμνημονεύτων χρόνων φυλάνε την μαγική τέχνη να εμψυχώνουν στα αγάλματα, στοιχειακά πνεύματα, συνήθως πολύ δυνατά, που ένας μάγος ή ένας μεγάλος καλλιτέχνης -που είναι ένα είδος μάγου- έχει κλείσει στο μάρμαρο ή στον μπρούτζο και το έχει προγραμματίσει να βοηθήσει αυτούς που προσεύχονται στο είδωλο. Γι αυτό χρησιμοποιούν τις σκεπτομορφές, οι οποίες χρησιμεύουν για να δώσουν κατεύθυνση και σκοπιμότητα δράσης στο στοιχειό που είναι κλεισμένο στο άγαλμα. Όσοι πλησιάζουν με σεβασμό τα αρχαία αυτά αγάλματα και φυλαχτά δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν και επίσης αυτά ικανοποιούνται με προσφορές λιβανιού ή τριαντάφυλλου.
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν παράξενα μείγματα και σπάνια πετράδια, καθώς και κεραμικά ψημένα σε ορισμένους βαθμούς κοντινούς στην απανθρακοποίηση για να μπορούν να στερεώσουν καλύτερα ένα δυνατό στοιχειό στ’ αγάλματά τους. Τέτοια είναι η περίπτωση «των αδύνατων» κραμάτων που χρησιμοποίησαν στην Αίγυπτο, καθώς και οι αρχαίοι αμερικάνικοι πολιτισμοί, όπως οι Μοτσίκα και οι Τσιμού που οι Ίνκα ονόμαζαν «τουμβάλα».
Τα κομμάτια φτιαγμένα έτσι διατηρούν το στοιχειό σε δυνατότητα ενεργοποίησης και δράσης επί πολλές χιλιάδες χρόνια. Οι κάτοικοι των αγαλμάτων, τα ενεργειακά φορτία των λαβάρων, και των σημαιών μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλα με τις κατάλληλες ιερουργίες.
Ο Φίλων από την Βίβλο αποδεικνύει ότι οι Εβραίοι συμβουλεύονταν δαίμονες, όπως οι Αμορίτες, κυρίως μέσω μικρών αγαλμάτων καμωμένων από χρυσό, σε σχήμα νυμφών, τα οποία ερωτώμενα οποιαδήποτε στιγμή τους δίδασκαν τι έπρεπε να κάνουν και τι να αποφεύγουν.
Όλες αυτές οι παραστάσεις , όπως η Ε.Π.Μπλαβάτσκυ αναφέρει είχαν την μορφή ενός μικρού παιδιού, ενώ άλλες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Ήταν αγάλματα ή κανονικά είδωλα σε ανθρώπινη μορφή.
Οι Χαλδαίοι τα εξέθεταν στις ακτίνες ορισμένων πλανητών, ώστε οι τελευταίοι να τα εμποτίσουν με τις ενέργειές τους και την δύναμή τους. Αυτά χρησιμοποιούνταν για αστρο-μαγικούς σκοπούς.
Υπήρχαν όμως και άλλα που χρησιμοποιούνταν για σκοπούς νεκρομαντείας και μαγγανείας. Τα πνεύματα των νεκρών (στοιχειακά) προσκολλούνταν σε αυτά με μαγική τέχνη και χρησιμοποιούνταν για μαύρους σκοπούς.
«Όλα τα μυστήρια της αποθέωσης και των οργίων, των θυσιών και της μαγείας, χρησιμοποιούσαν τέτοια κεφάλια. Σκότωναν ένα παιδί αρκετά νέο, ώστε η αθώα ψυχή του να είναι ακόμα ενωμένη με την Anima Mundi την Ψυχή του κόσμου, βαλσάμωναν το κεφάλι του και κάρφωναν σ΄αυτό την ψυχή με την δύναμη της μαγείας και της γοητείας» αναφέρει η Ε.Π.Μπ. και συνεχίζει λέγοντας πως όλα αυτά είναι τρομερή Μαύρη μαγεία και κανένας εκτός από τους παλιούς dugpas, τους κακούς μαγγανευτές της αρχαιότητας δεν την χρησιμοποιούσε.
Ο πάπας Συλβέστρος ο 2ος, είχε δημόσια κατηγορηθεί για μαγγανεία, λόγω «του μπρούτζινου μικρού κεφαλιού» του. Αυτά τα κεφάλια και άλλα αγάλματα που μιλούσαν, αντικείμενα μαγικής τέχνης, ήταν πανομοιότυπα των έμψυχων θεών των αρχαίων ναών.
Εξαιτίας τέτοιων φοβερών εφαρμογών του αποκρυφισμού ο Μωϋσής και οι πρώτοι πρόγονοι των Εβραίων απαγόρευαν τόσο αυστηρά σκαλιστές εικόνες, αγάλματα και ομοιώματα οποιουδήποτε σχήματος είτε «θεών», είτε ζωντανών ανθρώπων. Ο ίδιος λόγος ήταν που απαγορεύτηκαν και από τον Μωάμεθ και τους Μουσουλμάνους προφήτες.
Επειδή το ομοίωμα οποιουδήποτε προσώπου, σ’ οποιαδήποτε μορφή και από οποιοδήποτε υλικό, μπορεί να γίνει θανάσιμο όπλο εναντίον του πρωτότυπου από έναν πραγματικό γνώστη της μαύρης τέχνης.
Η Ε.Π.Μπ. αναφέρει ότι για να κάνεις ένα τέτοιο μαγικό αντικείμενο αβλαβές, πρέπει τα μέρη του να μετατραπούν σε άτομα (να σπάσουν), και το σύνολο να ταφεί σε υγρό έδαφος. Μόνο η γη τα κάνει ανίσχυρα.
Ο Παυσανίας μας αναφέρει για τα ζωντανά αγάλματα, όπου ήθελαν ανθρώπινο αίμα. Ιδίως το άγαλμα της Ταυρείας Αρτέμιδος, μπροστά στο οποίο γίνονταν οι ανθρωποθυσίες στην Κολχίδα και κατόπι μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Ιφιγένεια και τον Ορέστη, αναφέρεται σαν αφετηρία αιματηρών τελετών. Λέγεται ότι αυτό διατηρήθηκε στην περιοχή (Αλαί Αραφηνίδες, σημερινή Ραφήνα) στην Αττική, όπου κατά την θυσία για την Ταυροπόλο Άρτεμη χαρασσόταν με μαχαίρι ο λαιμός ενός άνδρα ή στο Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στην Σπάρτη, όπου μαστιγώνονταν στον βωμό έφηβοι και που κατά την τελετή της μαστίγωσης το κρατούσε η ιέρεια:
(Εις το μέρος που ονομάζεται Λιμναίον υπάρχει το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Το άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος που έχουν οι Λακεδαιμόνιοι προήλθε από τους βαρβάρους. Αυτοί που βρήκαν αυτό, ο Αστράβακος και ο Αλώπεκος γυιοί του Ίρβου, όταν βρήκαν το άγαλμα αμέσως τρελάθηκαν. Επίσης οι κάτοικοι των συνοικιών της Σπάρτης θυσιάζοντες εις την θεά για να λύσουν διαφορά την οποία είχαν, όχι μόνο δεν την έλυσαν, αλλά και κατέληξαν να σκοτωθούν μεταξύ τους και πολλοί φονεύτηκαν κατά την συμπλοκή γύρω από τον βωμό της θεάς, ενώ όσοι έζησαν πέθαναν όλοι από φοβερή ασθένεια. Και υπάρχει παράδοση ότι έπειτα από το γεγονός αυτό, έκαναν ανθρωποθυσίες στον βωμό και θυσιαζόταν εκείνος στον οποίο έπεφτε ο κλήρος. Ο Λυκούργος κατήργησε το έθιμο αυτό και το αντικατέστησε με μαστιγώσεις εφήβων γύρω από τον βωμό και έτσι γεμίζει με αίμα όταν γίνονται οι μαστιγώσεις. Έτσι εκπληρώνεται η θέληση της θεάς, αφού ο βωμός γεμίζει με ανθρώπινο αίμα.
Η ιέρεια που κρατάει το ξόανο βρίσκεται εκεί την ώρα της μαστίγωσης. Το ξόανο είναι πολύ μικρό και ελαφρύ, αλλά όταν οι μαστιγωτές χτυπούν ελαφρά κάποιον έφηβο, λόγω της ωραιότητάς του ή του αξιώματός του, τότε το ξόανο γίνεται πολύ βαρύ στα χέρια της ιέρειας. Τότε αυτή κατηγορεί τους μαστιγωτές και φωνάζει ότι πιέζεται από το βάρος εξαιτίας τους. Έτσι το άγαλμα αυτό συνήθισε από τις ανθρωποθυσίες στην Ταυρίδα να ευχαριστιέται από τα αίματα των ανθρώπων. Την Αρτέμιδα οι Λακεδαιμόνιοι την ονομάζουν όχι μόνο Ορθία, αλλά και Λυγοδέσμα, διότι βρέθηκε μέσα σε έναν θάμνο από Λυγαριά, η οποία αφού τύλιξε τα κλαδιά της γύρω από το άγαλμα, το εσήκωσε όρθιο.) (Παυσανίας Λακωνικά, 3, 16, 10-11).
Επίσης στην Πάτρα ένα άγαλμα του Διόνυσου φυλασσόταν σε μια λάρνακα και μόνο κατά την νυκτερινή γιορτή μια φορά τον χρόνο το μετέφεραν έξω, επειδή η θέα του προκαλούσε παραφροσύνη, και μανία.
Φόβος απλώνεται όταν το ακίνητο άγαλμα μετακινείται. Το άγαλμα της Αρτέμιδος στην Πελλήνη «βρίσκεται συνήθως ήρεμο και ανέγγικτο στον ναό, όταν όμως το πάρει η ιέρεια για να το μετακινήσει, δεν τολμά κανείς να το κοιτάξει κατά πρόσωπο, αλλά στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, γιατί λένε το άγαλμα αυτό είναι ένα θέαμα φρικτό και ανυπόφορο, όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τα δένδρα, τα οποία στο πέρασμα του γίνονται άγονα και ρίχνουν τους καρπούς τους». Το λατρευτικό άγαλμα ονομάζεται «έδος», όπως καθετί που έχει την δική του αμετακίνητη θέση.
Στην Σάμο ο λατρευτικός μύθος αφηγείται πως οι πειρατές ήθελαν να κλέψουν το λατρευτικό άγαλμα της Ήρας, κατά την νύχτα, αλλά απέτυχαν με θαυματουργό τρόπο εγκαταλείποντας το άγαλμα στην ακτή και παραθέτοντας προσφορές τροφών. Οι πρώτοι κάτοικοι της Σάμου «οι Κάρες», αναζήτησαν και ανακάλυψαν το άγαλμα, το τύλιξαν με κλαδιά λυγαριάς και το έδεσαν σε μια λυγαριά για να μην μπορεί να φύγει. Η Ιέρεια το εξάγνισε και το έφερε πάλι στο ναό.
Η ιερότητα των παλιών ξόανων στην Ελλάδα εξυμνείται και πολλές φορές αναφέρεται ότι έπεσαν από τον ουρανό. Στην Βαβυλώνα υπάρχουν αναφορές ότι με μαγικές τελετές έδιναν ζωή στο λατρευτικό άγαλμα.