Από τον Zadok the Priestess
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να σας φαίνεται ότι το θέμα αυτού του άρθρου είναι αυστηρά θρησκευτικό.
Η Δικαιοσύνη είναι μία από τις βασικές αρχές του εσωτερισμού, με αυτήν περιβάλλεται η έννοια του Ελέους, πάνω σ' αυτήν η ίδια η κοινωνία οικοδομείται και χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική αγάπη στην ψυχή του ανθρώπου.
Θεωρώ ότι ιδανικό αντικείμενο μελέτης και στοχασμού (επίκαιρο όσο ποτέ) αποτελεί η πιο διάσημη ποινική δίκη στην ιστορία του κόσμου, όπου τα ποικίλα πάθη της ανθρωπότητος είχαν αφεθεί ελεύθερα, η δίκη του Ιησού Χριστού.
Επιθυμώ να παρουσιάσω το θέμα απογυμνωμένο από τις θρησκευτικές του όψεις, σα νομική μελέτη και σε συνάρτηση με το καθήκον των μελετητών του εσωτερισμού να υπολογίζουν σοβαρά ως εσωτερική αξία τη Δικαιοσύνη.
Μέχρι τούδε, η μελέτη μας επί της δίκης του Χριστού είχε πάντοτε μία χροιά θρησκευτικότητος. Έχουμε διδαχθεί κι έχουμε μάθει να εξετάζουμε την τραγωδία ως ένα ανείπωτο αίσχος διαπραχθέν εις βάρος του Σωτήρα της Ανθρωπότητος, του Υιού του ΘΕΟΥ. Η ανθρώπινη πλευρά της σπανίως έως ποτέ μας παρουσιάζεται. Η άγια όψη του Χριστού ήταν πάντοτε προεξέχουσα μέσα στο νου μας και αναπολούμε την σκηνή άλλοτε από την ανθρωπιστική της πλευρά, με αποτροπιασμό για την αγριότητα και τη μοχθηρία των διωκτών του ενός, ο οποίος δεν έβλαψε κανέναν και έκανε μόνο καλό και άλλοτε από τη θρησκευτική της πλευρά, ως την εκούσια θυσία του ΥΙΟΥ από το ΘΕΟ για τη λύτρωση του κόσμου.
Για λίγα λεπτά, διαλογισθείτε αυτή την τραγωδία από μία διαφορετική οπτική, από τη νομική παρά από την ανθρωπιστική ή θρησκευτική της όψη. Βάσει αυτού, δε θα λάβουμε υπ' όψιν την αγιότητα του Χριστού, αλλά την ανθρώπινή του πλευρά. Η δίκη δεν είναι εκείνη του Υιού του ΘΕΟΥ, αλλά του Ιησού ανθρώπου, του Ναζηραίου μαραγκού και υιού του μαραγκού. Είναι ο κρατούμενος κατά τον κώδικα, στον οποίο παρέχεται προστασία βάσει εκείνων των νόμων, οι οποίοι παρέχονται για την προστασία κάθε ατόμου, το οποίο κατηγορείται για κάποιο αδίκημα, υπόκειται στην τιμωρία, η οποία προβλέπεται για την παραβίαση του νόμου και έχει τα ίδια δικαιώματα και μόνον τα ίδια δικαιώματα από κάθε άποψη, τα οποία έχει κάθε κατηγορούμενος πολίτης της χώρας. Η δίκαιη ή η άδικη εκτέλεσή του και τα κίνητρα εκείνων οι οποίοι τον καταδίκασαν είναι παντελώς άσχετα με το θέμα με εξαίρεση μόνον και για όσο αυτό ισχύει της πιθανής συνάφειας με τη νομική σκοπιά της αντιπαράθεσης. Σκοπός μας είναι αποκλειστικά και μόνο να ανακαλύψουμε εάν ο κατηγορούμενος άνθρωπος Ιησούς καταδικάσθηκε νόμιμα και σε συμφωνία με τις θεσμοθετημένες νομικές αρχές της εποχής και του τόπου.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να συγκεντρώσουμε το θέμα σε δύο ερωτήματα:
1. Ήταν ο Χριστός ένοχος παραβίασης του νόμου;
2. Εάν ήταν, καταδικάσθηκε και εκτελέστηκε κανονικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου;
Απαντώντας εν μέρει στην πρώτη ερώτηση και προσπαθώντας να είμαι ακριβής όσο γίνεται, επιτρέψτε μου να πω ότι όταν ο Ιησούς ισχυρίστηκε ότι είναι ο Υιός του ΘΕΟΥ, ήταν ένοχος βλασφημίας σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες νόμους. Εάν, λοιπόν, είχε δικασθεί και καταδικασθεί κανονικά γι' αυτό το αδίκημα και εν συνεχεία είχε εκτελεσθεί (εις θάνατον) δια λιθοβολισμού, δηλαδή δια της νόμιμα προβλεπόμενης τιμωρίας, δε θα υπήρχε καμία νόμιμη ένσταση επί της εκτελέσεως, παρά τα όσα δύναται κάποιος να σκεφθεί επί του δικαίου ή των κανόνων.
Η Ιουδαία εκείνη την εποχή ήταν Ρωμαϊκή επαρχία. Υπαγόταν διοικητικά στη Ρώμη. Ήταν η "φωτισμένη" γη και η Ρώμη με το εκπληκτικό διοικητικό της σύστημα, το οποίο προωθούσε την Αυτό-διοίκηση (εφόσον δεν αμφισβητήτο η Ρωμαϊκή ανώτατη κυριαρχία), της επέτρεπε να εφαρμόζει πρακτικά και καθ' ολοκληρίαν το δικό της νομικό σύστημα, δια ιδίων δικαστικών οργάνων και να επιβάλλει τις ποινές της με μία μόνη εξαίρεση: την ποινή του θανάτου, για την οποία χρειαζόταν η Ρωμαϊκή έγκριση (ή ανοχή), ειδικά για την επικύρωση και εκτέλεση της καταδίκης, πιθανά όμως και για την ίδια την έκδοση μίας τέτοιας απόφασης. Και τα δύο νομικά συστήματα, το Ιουδαϊκό και το Ρωμαϊκό, ήταν αξιοθαύμαστα και όσον αφορά στους κατηγορουμένους, οι οποίοι δικάζονταν από τα δικαστήριά τους ήταν υπέρ του δέοντος προστατευμένοι από τυχόν άδικες αποφάσεις πολύ περισσότερο τολμώ να πω, απ' όσο προστατεύονται απ' τα σύγχρονά μας συστήματα, μολονότι η τιμωρία του ενόχου ήταν περισσότερο και γενικότερα εξασφαλισμένη. Και ο Ιησούς δικάσθηκε, όχι από τον όχλο όπως κάποιες φορές νομίζουμε, αλλά από δύο δικαστήρια αρμόδιας δικαιοδοσίας και σύμφωνα και με τα δύο ισχύοντα νομικά συστήματα, Ιουδαϊκό και Ρωμαϊκό, των οποίων οι φωτισμένες διατάξεις έχουν σταδιακά εγκολπωθεί μέχρι και σήμερα στην Αγγλοσαξονική φιλοσοφία του δικαίου, από την οποία είχαν επί αιώνες αποκλεισθεί λόγω των αυταρχικών και αχρείων θεωριών του Φεουδαρχικού συστήματος.
Για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την έρευνα αυτή, ας παρουσιάσουμε εν συντομία τις βασικές διατάξεις του νόμου σχετικά με την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων στην Ιουδαία, η στοιχειώδης απαρίθμηση των οποίων θα σας πείσει, κατά την γνώμη μου, ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι απροσμέτρητα ανώτερο του παλαιότερου από όλες τις απόψεις.
Η δίκη των κυριοτέρων αδικημάτων ελάμβανε χώρα ενώπιον της Σανχεντρίν, ενός δικαστηρίου γενικής δικαιοδοσίας, το οποίο αποτελείτο από 71 άρχοντες, ιερείς, νομοδιδασκάλους και λόγιους και το οποίο συνεδρίαζε συνήθως στο Ναό. Προεδρεύων αξιωματούχος ήταν συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο Αρχιερέας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η Σανχεντρίν μπορούσε να συνεδριάσει στο παλάτι του Αρχιερέα. Σε σημαντικές υποθέσεις, όπως εκείνες στις οποίες μπορούσε να επιβληθεί η θανατική ποινή, είκοσι-ένα μέλη έπρεπε να παρίστανται. Κανένα Ιουδαϊκό δικαστήριο δεν μπορούσε να διεξάγει οποιοδήποτε ένδικο μέσο σε μέρα γιορτής και όσον αφορά σε σημαντικές υποθέσεις, το δικαστήριο δεν μπορούσε να συνεδριάσει τη νύχτα.
Ένα άτομο το οποίο εκατηγορήτο για κάποιο έγκλημα μπορούσε να συλληφθεί μόνον αφού θα είχε διατυπωθεί η κατηγορία νομότυπα (επίσημη καταγγελία), εκτός αν είχε συλληφθεί επ' αυτοφώρω. Εάν επρόκειτο περί συλλήψεως τη νύχτα, θα έπρεπε να τεθεί υπό κράτησιν έως την επόμενη μέρα.
Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του. Μπορούσε να δικαστεί και να καταδικαστεί μόνον όντας παρών.
Δεν μπορούσε να κλιθεί ως μάρτυρας, ούτε μπορούσε να καταθέσει εναντίον του εαυτού του. Η κατηγορία έπρεπε να στοιχειοθετηθεί από άλλους μάρτυρες. Οριζόταν οπωσδήποτε συνήγορος υπεράσπισης. Αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της αθωότητος του κατηγορουμένου αναγνωρίζονταν ελευθέρως.
Κανείς δεν μπορούσε να καταδικαστεί με την κατάθεση ενός και μόνου μάρτυρα.Τουλάχιστον δύο άτομα έπρεπε να καταθέσουν ενώπιον του κατηγορουμένου και οι μαρτυρίες τους έπρεπε να συμφωνούν. Οι καταθέσεις τους έπρεπε να εξεταστούν πολύ προσεκτικά και από κάθε άποψη. Στη δε περίπτωση και της παραμικρής ασυμφωνίας μεταξύ τους, καθίσταντο ανεπαρκείς για την καταδίκη του κατηγορούμενου. Ο επιβαλλόμενος όρκος στους μάρτυρες ήταν μία έκκληση "προς τον ζώντα ΘΕΟ".
Αυτός ήταν ο πιο ιερός όρκος τον οποίο Ιουδαίος μπορούσε να πάρει και, όταν έκανε τέτοια έκκληση, δεσμευόταν να απαντήσει και να πει την αλήθεια. Ήταν καθήκον του προεδρεύοντος αξιωματούχου του δικαστηρίου να εφιστήσει την προσοχή των μαρτύρων στην αξία της ζωής και να τους προειδοποιήσει να μην ξεχάσουν να αναφέρουν οτιδήποτε γνώριζαν υπέρ της αθωότητος του κρατουμένου.
Σε μικρές υποθέσεις, οι συνήγοροι και των δύο πλευρών επιτρεπόταν να αναπτύξουν επιχειρηματολογία. Σε σοβαρές υποθέσεις, ακουγόταν μόνον ο συνήγορος του κατηγορουμένου.
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, οι ψήφοι των νεότερων (σε ηλικία) μελών του δικαστηρίου ελαμβάνοντο πρώτες, ώστε να μην τύχει και επηρεαστούν από γηραιότερα μέλη. Ένας δικαστής, ο οποίος είχε ψηφίσει υπέρ της καταδίκης του κατηγορουμένου, μπορούσε ν' αλλάξει την ψήφο του οποιαδήποτε στιγμή. Ένας, ο οποίος είχε μιλήσει υπέρ της απαλλαγής του κατηγορουμένου, δεν μπορούσε ν' αλλάξει την ψήφο του και να τον καταδικάσει. Σε σοβαρές υποθέσεις, απαιτείτο η πλειοψηφία τουλάχιστον δύο για να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος.
Αθωωτική ετυμηγορία μπορούσε να δοθεί μεμιάς. Καταδικαστική ετυμηγορία δεν μπορούσε να εκδοθεί παρά μετά μία ημέρα από την ολοκλήρωση της δίκης. Αυτή η μέρα ήταν ημέρα νηστείας, προσευχής και θρησκευτικού διαλογισμού για όσους δικαστές τάσσονταν υπέρ της καταδίκης. Εάν δε γινόταν να εκδοθεί αθωωτική ετυμηγορία την ημέρα που ολοκληρωνόταν η δίκη, το δικαστήριο ήταν επιβεβλημένα υποχρεωμένο να διακόψει τη συνεδρίασή του ώστε να επιτρέψει στα μέλη να περάσουν μία πλήρη ημέρα με νηστεία και προσευχή.
Σε περίπτωση καταδίκης, ο καταδικασμένος έπρεπε να οδηγηθεί εκεί όπου θα ελάμβανε χώρα ο λιθοβολισμός του, αλλά το δικαστήριο δεν έλυε τη συνεδρίασή του. Ένας αξιωματούχος στεκόταν στην είσοδο με ένα σημαιάκι (σηματοδοσίας). Ένας άλλος ακολουθούσε τον κρατούμενο έως ενός σημείου, απ' όπου θα μπορούσε να δει το σινιάλο. Εάν οποιοσδήποτε νέος μάρτυρας παρουσιαζόταν με σκοπό ν' αποδείξει την αθωότητα του κατηγορούμενου το σημαιάκι κυμάτιζε και η εκτέλεση της ποινής αναστελλόταν έως ότου εξετασθούν οι νέοι μάρτυρες και εκδοθεί νέα ετυμηγορία.
Tο πνεύμα του Ιουδαϊκού νόμου απεικονιζόταν θαυμάσια στους σχολαστικούς και εξειδικευμένους κανόνες, οι οποίοι προστάτευαν όσους κατηγορούνταν για εγκλήματα.
Συνηθιζόταν να λέγεται ότι η "Σανχεντρίν προοριζόταν για τη διαφύλαξη της ζωής, όχι για να θανατώνει". Υπό την εποπτεία αυτού του συστήματος φέρεται η Σανχεντρίν να διεξήγαγε τη δίκη του Ιησού και βάσει αυτού του συστήματος θα πρέπει να εξετάσουμε την κανονικότητα της διαδικασίας.
Με αυτή τη σύντομη αναφορά περί των βασικών νομικών αρχών, οι οποίες αφορούν στην παρούσα μελέτη, ας καταπιαστούμε με τα διάφορα περιστατικά της δίκης του Χριστού και ας εξετάσουμε τη νομιμότητά τους.