και για χίλια περίπου έτη, ώς το έτος 641 μ.Χ που κατακτήθηκε άπο τους Άραβες, υπήρξε η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα της Μεσογείου, ή οποία ως αειφεγγής φάρος σκόρπισε σε όλο τον κόσμο την υλική και την πνευματική της λάμψη. Για τον λόγο αυτόν δικαίως οι συγγραφείς την ονόμαζαν
«Πρώτην», «Κορυφήν των πόλεων», και «Ένδοξοτάτην».
Ή πόλη σύμφωνα με το σχέδιο του Αρχιτέκτονος Δεινοκράτους, είχε διαιρεθεί σε πέντε συνοικίες, έκ των οποίων ή σπουδαιότερη ήταν το «Βρούχιον». Ήταν η μεγαλύτερη συνοικία της Αλεξανδρείας, καταλάμβανε το ένα τρίτο της πόλεως, και περιελάμβανε τα πλέον περίλαμπρα και εντυπωσιακότερα κτή ρια, ανάμεσα στα όποια οι βασιλικοί κήποι, τα ανάκτορα και το «Μουσείον».
Το «Μουσείον» που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα των ανακτόρων, διέθετε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ώς ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Ήταν, δηλαδή, ενα ινστιτούτο ερεύνης μέ εργαστήρια, επιστημονικές συσκευές, αστεροσκοπεία αναγνωστήρια αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεων κλπ. Στον χώρο αυτό διέμεναν και εργάζονταν επιστήμονες καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι τών γραμμάτων και της τέχνης από τους οποίους γνωστότεροι ήταν ο Ευκλείδης, ο Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο ιατρός Ηρόφιλος κ.λπ. Το σημαντικότερο τμήμα του «Μουσείου» αποτελούσε η βιβλιοθήκη ή ονομαζόμενη «η εντός» η «του Βρουχίου» η «Βασιλική» η «του Μουσείου» γνωστή στο ευρύ κοινό, ως «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας»
Υπήρξε ή κυριότερη πνευματική εστία της ελληνιστικής εποχής και ή ιστορία της είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια της διάδοσης, της συγκέντρωσης, και της φιλολογικής αποκατάστασης των λογοτεχνικών κειμένων της κλασσικής αρχαιότητος.
Ό Πτολεμαίος Α' ο επιλεγόμενος Σωτήρ, στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ύστερα από προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα το «Μουσείον» κεντρικό σημείο επιστημονικής έρευνας με την βιβλιοθήκη για την οποία υπολογίζεται οτι τοποθέτησε 200.000 τόμους. Ό διάδοχος του Πτολεμαίος Β', ό επιλεγόμενος Φιλάδελφος διπλασίασε τον αριθμό των βιβλίων της.
Στην μεγίστη άνθηση της έφτασε ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», όταν ό Πτολεμαίος ό Γ ό Ευεργέτης επιθυμώντας να συγκέντρωση όλα τα βιβλία της ανθρωπότητας, ξόδεψε για τον εμπλουτισμό της τεράστια ποσά. Αναφέρεται μάλιστα ότι δανείστηκε από τους Αθηναίους τα επίσημα χειρόγραφα των μεγάλων τραγικών, βάζοντας υποθήκη το τεράστιο ποσό των 15 ταλάντων. Αρνήθηκε όμως να τα επιστρέψει προ τιμώντας να χάση το ενέχυρο. Ακόμα λένε ότι είχε δώσει εντολή να κατάσχονται τα χειρόγραφα από τα πλοία που κατ έπλεαν στην Αλεξάνδρεια δίδοντας στον ιδιοκτήτη ακριβές αντίγραφο. Μετά από αυτήν την δραστηριότητα ή βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιελάμβανε 700.000, κατ' άλλους συγγραφείς 800.000 τόμους.
Για την τύχη αυτού του μεγάλου ιδρύματος και κυρίως του περιεχομένου του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Εύλογα προκύπτουν τα ερωτήματα:
Πόσες όμως βιβλιοθήκες διέθετε η Αλεξάνδρεια;Σε ποια συνοικία ευρίσκονταν; Ποία ή τύχη των βιβλιοθηκών και του περιεχομένου των;
Δύσκολα και ακανθώδη τα ερωτήματα πού θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση. Αποδεδειγμένο όμως είναι ότι ή Αλεξάνδρεια διέθετε και δεύτερη βιβλιοθήκη, την ονομαζόμενη βιβλιοθήκη του «Σεραπείου» (επειδή ευρίσκετο πλησίον του ναου του Σεραπείου), ή λεγομένη και «ή εκτός» ή «Ρακωτίς», ονομασία που πήρε από το προάστιο οπού στεγάζεται.'Οπωσδήποτε όμως ήταν πολύ μικρότερη από την βιβλιοθήκη του Μουσείου. Ή κορωνίδα, ο αειφεγγής φάρος, ή αιωνία φωτοδότης η βιβλιοθήκη του Βρουχιου που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Σήμερα αν ρωτήσουμε οποιονδήποτε Ελληνα για την τύχη της «Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας» θα μας πει ότι ή βιβλιοθήκη κατεστράφη εξ' ολοκλήρου και μάλιστα δυο φορές. Την πρώτη φορά από τον Ιουλιο Καίσαρα το 47 π.Χ και την δεύτερη άπο τους Άραβες όταν κατάκτησαν την Αλεξάνδρεια το 641 μ.Χ.
Τίθεται όμως το ερώτημα: "Όντως κατεστράφη ή βιβλιοθήκη ή μήπως η υποτιθέμενη πυρπόληση της είναι σατανικό επινόημα κάποιων διαβολικών κύκλων, οι οποίοι καρπώθηκαν την γνώση από τα διασκορπισθέντα (η κλεμμένα) βιβλία της βιβλιοθήκης και σήμερα παριστάνουν τους μεγάλους;
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις πήγες και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες έστω ικανοποιητικές απαντήσεις.
ΚΑΥΣΙΣ ... ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙΣΑΡΑ
Μερικοί υποστηρίξουν οτι ή μεγάλη καταστροφή της βιβλιοθήκης έγινε, το 47 π.Χ. όταν ο στόλος του Ιουλίου Καίσαρος πυρπολήθηκε μέσα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας από τον στρατηγό του Πτολεμαίου IΓ Άχιλλά, και η φωτιά μεταδόθηκε αρχικά στα ναυπηγεία και μετά στα κτήρια της ξηράς, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το Μουσείο και ή βιβλιοθήκη να γίνη παρανάλωμα του πυρός. Κατ' άλλους ιστορικούς ο Ιούλιος Καίσαρ διέταξε τον εμπρησμό του Πτολεμαϊκου στόλου με τα ίδια αποτελέσματα.
Το γεγονός όπως και αν τελέσθηκε, είναι πραγματικό η λόγω συγκεχυμένων ή φανταστικών πληροφοριών οί διάφοροι ιστορικοί κατέληξαν σε λανθασμένα συμπεράσματα;
Άς εξετάσουμε το θέμα.
Ό Ιούλιος Καίσαρ έκτος από μεγάλος στρατηγός ήταν και συγγραφέας. Στα ιστορικά συγγράμματα του Commentarii de bello Gallico (Απομνημονεύματα του Γαλατικου Πολέμου) και De Bello civilli (Περί του Εμφυλίου Πόλεμου), δεν αναφέρει καμία πληροφορία για την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης. Αντιθέτως μάλιστα εντυπωσιασμένος από την ωραιότητα του ρυμοτομικού σχεδίου και των κτηρίων της Αλεξανδρείας, αναφέρει, μεταξύ των άλλων οτι οί οικοδομές της Αλεξανδρειας είναι κατασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν εγίνοντο εύκολα παρανάλωμα του πυρός. Αλλά και ο Ρωμαίος ιστορικός Ίρτιος που συμπλήρωσε το σύγγραμμα του Καίσαρος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης.
Ό πρώτος συγγραφεύς που αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης είναι ό Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (ο όποιος μαζί με τον Τάκιτο και τον Σαλλούστιο αποτελούν την τριάδα των μεγάλων Ρωμαίων Ιστορικών), όταν ανέλαβε μετά το 29 π.Χ. να συγγράψει την Ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα από που άντλησε τις πληροφορίες αυτές ο Λίβιος Τίτος άφου ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα για συγκέντρωση πληροφοριών και στοιχείων, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε να πράττουν οι λόγιοι Ρωμαίοι. Είναι αξιόπιστα τα στοιχεία που παραθέτει στην Ιστορία του, μιας και οι κρίνοντες το έργο του απεφάνθησαν ότι ό Τίτος Λίβιος «στην επιθυμία του να γράψει μία ιστορία δεν πρόσεξε ούτε έλαβε διόλου υπ' όψιν του την αρχαιοδίφη έρευνα της εποχής του και των παλαιότερων γενεών. Ούτε παρέλαβε ή έκρινε σοβαρά τις διάφορες Ιστορίες που είχε στην διάθεση του, για να επισημάνει τις αποκλίσεις τους».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ρώμη άρχισε να έχει δικούς της (Ρωμαίους) ιστορικούς προς το τέλος του 3ου π.Χ αιώνα, οί οποίοι έμειναν γνωστοί στους συγχρόνους ιστορικούς ώς χρονογράφοι. Οί μόνες αξιόπιστες πληροφορίες που διέθεταν για να γράψουν περι της παλαιοτέρας ιστορίας της Ρώμης ήταν κατάλογοι αρχόντων και συνθήκες συμμαχίας. Κατά τα άλλα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μυθολογία και προφορικές παραδόσεις. O Λίβιος βασίσθηκε στους χρονογράφους κι έτσι αν και τα έργα του είναι στο σύνολο τους αναξιόπιστα περιπτωσιακά εγκλείουν «ψήγματα» πληροφοριών που φαίνονται να αντανακλούν ακριβείς και γνήσιες παραδόσεις. Το καθήκον του σύγχρονου ιστορικού είναι να ξεχωρίσει αυτά τα ψήγματα από τα θολά λασπόνερα εντός των οποίων κινούνται.
Και εδώ συμβαίνει το έξης κωμικοτραγικό. "Όταν o Λίβιος Τίτος γραφή για τον υποτιθέμενο εμπρησμό της βιβλιοθήκης ο Ελλην Γεωγράφος Στράβων ευρίσκεται στην Αλεξάνδρεια βλέπει την βιβλιοθήκη εργάζεται σ' αυτήν και περιγράφει το μεγαλείο της!!!
Μετά από έναν αιώνα ό Ρωμαίος Σενέκας στο έργο του «De tranquillitate animi ix» αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης κάνοντας παραπομπή στην ιστορία του Τίτου Λίβιου. Δηλαδή αντιγράφει τα γραφόμενα του Λίβιου Τίτου χωρίς να εξετάσει την βασιμότητα των γραφομένων.
O Ελλην ιστορικός Δίων ό Κάσσιος (155 μ.Χ-235 μ.Χ), (πλήρες όνομα Κάσιος Δίων Κοκκηϊανός,) ο οποίος έγραψε την Ρωμαϊκή Ιστορία ως το 229 π.Χ στην Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως πήγες τα απομνημονεύματα του Αύγουστου, του Αδριανού, του Τάκιτου και του Τίτου Λίβιου, αναφέρει οτι, όταν πυρπολήθηκε ό στάλος του Ιουλίου Καίσαρα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας κάηκαν μόνον οι αποθήκες του λιμένος του σίτου και οι συλλογές των βιβλίων που υπήρχαν εκεί για εξαγωγή. Το γεγονός αυτό φαντάζει ως το πλέον αληθινά, μιας και όλοι γνωρίζουν οτι ή Αλεξάνδρεια προμήθευε εις όλον τον κόσμο βιβλία πάπυρους και αντίγραφα βιβλίων.
Τον 2° αιώνα μ.Χ. ό Λατίνος γραμματικός Γέλλιος Αόλος στο σύγγραμμά του «Αττικές Νύχτες» αντιγράφοντας τους προηγούμενους, αναφέρει την πυρπόληση της βιβλιοθήκης, το ίδιο δε πράττει τον 4° αιώνα μ.Χ. και Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανος Μαρκελλίνος (330 μ.Χ-395 μ.Χ.). Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε μία βιβλιογραφία εκ του μηδενός. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο τόμοι μιας και όπως αναφέρει, η βιβλίο θήκη κατεστράφη.
Οι ανιστόρητες εμμονές όλων αυτών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας» κάηκε και μαζί μ' αυτήν έσβησε το φωτοβόλο πνεύμα που βρισκόταν στα ράφια της, οδήγησαν την επιστημοσύνη του αειμνήστου Ακαδημαϊκού και πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρα τίας Μιχαήλ Στασινόπουλου να γράψη στην Εφημερίδα Καθημερινή:
«Ένα από τα σπουδαιότερα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι ή καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, που περιείχε το κυριότερο υλικό απ'όσα είχε Θησαυρίσει η γνώση των σοφών της αρχαιότητος. Ωστόσο, ο Ιούλιος Καίσαρ δεν μνημονεύει το γεγονός στην ιστορία του. Οι ιστορικοί καταλήγουν να διαπιστώσουν το θλιβερό γεγονός άπο την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίσει αργότερα στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Περίεργη σιωπή γύρω από ένα τέτοιο γεγονός. Στην κρίση ενός Ρωμαίου στρατηγού ή πυρπόλησις της βιβλιοθήκης είχε όλιγώτερη σημασία άπο τις μάχες και τις κατακτήσεις. Κι όμως ο Καίσαρ ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και επιπλέον ιστορικός».
Τί μας λέει ό αείμνηστος Ακαδημαϊκός; Ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμπέραναν ότι κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», άπό την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίσει στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!!Άν είναι δυνατόν αυτό να θεωρείται επιστημονική σκέψη, κάτι που τονίζει ό Όσκαρ ντε Βερτχάϊμερ συγγραφέας του κλασσικού βιβλίου «Κλεοπάτρα», ο όποιος επισημαίνει το κενό πού υπάρχει για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης και βεβαιώνει ότι: «ή τοποθέτηση και ή αιτία της καταστροφής μόνο με εικασίες και κατά τρόπο έμμεσο είναι δυνατόν να γίνει». Κι αυτό, φυσικά, αφήνει πολύ χώρο στην φαντασία και στην εφευρετικότητα των διαφόρων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα. Και πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι είναι πολύ ελκυστική ή έρευνα, τόσο για την αιτία όσο και για την χρονολόγηση της καταστροφής».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι καμία αξιόπιστη πηγή δεν αναφέρεται στην καθολική καταστροφή της βιβλιοθήκης. Ή βιβλιοθήκη έμεινε ανέπαφη καθ' όλη την διάρκεια της πτολεμαϊκής εποχής και ο Ιούλιος Καίσαρ όχι μονό δεν ήταν υπεύθυνος για την υποτιθέμενη πυρπόληση της, αντιθέτως, εμπνεόμενος άπο το μεγαλείο της είχε την πρωτοβουλία να ίδρυση την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη. Δυστυχώς κάποιοι ανιστόρητοι ιστορικοί αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον δημιουργούν βιβλιογραφία, και χωρίς να ελέγξουν τις πηγές, από τις όποιες αντλούν τις πληροφορίες τους, καταλήγουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα όπως αυτό, της χειρονομίας του Αντωνίου να προσφέρει στην Κλεοπάτρα ως δώρο την βιβλιοθήκη της Περγάμου!
Άλλωστε ο Στράβων που διακρινόταν για τις βιβλιοφιλικές του ευαισθησίες επισκέφθηκε την βιβλιοθήκη μετά την αποχώρηση του Καίσαρα απο την Αλεξάνδρεια χωρίς να κάνη οποιοδήποτε σχόλιο που να υπαινίσσεται έστω κάποια περιπέτεια της συλλογής της.
Το άρθρο είναι του Κώστα Σπίνου και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικού "ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ".