Μπορεί το όνομα του σκηνοθέτη Matt Reeves να μη θυμίζει και πολλά, αλλά σ' αυτήν εδώ την ταινία, το όνομα που μετράει είναι αυτό του παραγωγού-δημιουργού, που δεν είναι άλλος από τον hot J.J. Abrams, υπεύθυνο για τα τηλεοπτικά 'Lost' και 'Alias' καθώς και για το «Mission: Impossible III». Το «Cloverfield» είναι το τελευταίο του στοίχημα: ένα φαινομενικά τυπικό monster movie, όπως το κλασικό «Godzilla», το οποίο, όμως, υιοθετεί την κεντρική ιδέα του «The Blair Witch Project», δηλαδή την ανακάλυψη μιας βιντεοκασέτας κατόπιν εορτής που εξιστορεί τα γεγονότα από τη μοναδική οπτική γωνία της κάμερας που την περιείχε. Όντως, μια απλή κάμερα που κατέγραφε τα γεγονότα ενός πάρτι (και βρέθηκε μετά από καιρό από τον Στρατό στο σημείο που "μέχρι πρότινος βρισκόταν το Σέντραλ Παρκ") είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της περιπέτειας των βασικών ηρώων της ταινίας.
Και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που σώζει την ταινία από την αφάνεια, αφού δείχνει να λειτουργεί καλά. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που διασταυρώνονται, δε γίνονται συναντήσεις επιτελείων στα υπόγεια του Υπουργείου Αμύνης, δε δίνεται καμία εξήγηση για τη φύση ή την προέλευση του τέρατος (μόνο οι πιο παρατηρητικοί θα μπορέσουν να διακρίνουν μια υποψία πληροφορίας στην ακριβώς τελευταία σκηνή, αν κοιτάξουν τον ορίζοντα στο βάθος της εικόνας). Έτσι, σαν ταινία είδους, το «Cloverfield» μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο για τα 85 λεπτά τής αξιέπαινα συμπαγούς διάρκειάς του, έχοντας να παρουσιάσει κι ένα τέρας που δε θυμίζει και πολλά από αντίστοιχους... συναδέλφους του παρελθόντος. Πέραν αυτών, ωστόσο, τα υποκριτικά, δραματουργικά και σεναριακά κλισέ αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο όσο περνούν τα λεπτά, με αποκορύφωση την απόφαση της ομάδας να επιστρέψει στην καρδιά των γεγονότων για τη διάσωση μιας φίλης (και πιθανώς ερωμένης του πρωταγωνιστή), για την οποία κανείς δε γνωρίζει αν είναι καν ζωντανή. Λίγο αν είχε ξεφύγει ο Abrams από τη νοοτροπία της άσκησης ύφους και η ταινία θα κατάφερνε να σπάσει τα δεσμά του είδους της.
Την είδαμε και μας άρεσε.